Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα poetry. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα poetry. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Eva H. D.: «Οστέινος σκύλος»

Πρωτότυπο ποίημα:
"Bonedog"
(ανέκδοτο)
της Eva H.D.
2015

[Όπως ακούγεται στην ταινία i'm thinking of ending things του Τσάρλι Κάουφμαν.] 


ΟΣΤΕΪΝΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

Το να γυρίζεις σπίτι είναι φριχτό.
Είτε τα σκυλιά σού γλείφουν
το πρόσωπο είτε όχι· είτε έχεις
μια γυναίκα, είτε μια γυναικόμορφη
μοναξιά να σε περιμένει,
το να γυρίζεις σπίτι είναι φριχτά μοναχικό,
τόσο που σκέφτεσαι ακόμη και την
αποπνικτική βαρομετρική πίεση
από εκεί που μόλις ήρθες,
με συμπάθεια —
γιατί είναι όλα χειρότερα
απ' τη στιγμή που γυρνάς σπίτι.
Σκέφτεσαι τα παράσιτα
να κολλάνε στους μίσχους
του γρασιδιού, ατέλειωτες
ώρες στο δρόμο, βοήθεια
οδική και παγωτά και
τα αλλόκοτα σχήματα
των σύννεφων και τις
σιωπές,
με λαχτάρα —
γιατί δεν ήθελες
να γυρίσεις.

Το να γυρίζεις σπίτι είναι απλά
αφόρητο, και οι σπιτίσιες
σιωπές και τα σύννεφα
δεν συμβάλλουν παρά
μόνο στην ολική
δυσφορία. Τα σύννεφα,
ό,τι πια κ' αν σημαίνουν,
είναι στην πραγματικότητα
ύποπτα, φτιαγμένα από
διαφορετικό υλικό
απ' όσα άφησες πίσω.
Κ' εσύ ο ίδιος, κομμένος
από κάποιο άλλο
ύφασμα συννεφένιο,
έχοντας γυρίσει, απομεινάρι,
κακόδεχτος από το σεληνό-
φως, λυπημένος που γύρισες,
μπόσικος σ' όλα τα λάθος
σημεία, ρούχα κουρέλια, κουρελόπανα,
κουρελιασμένος.

Γυρίζεις σπίτι
προσσεληνωμένος, ξένος,
η βαρυτική έλξη τής γης
σαν με διπλή προσπάθεια τώρα
να σου τραβάει τα κορδόνια
ως που να λυθούν, και οι ώμοι σου
να χαράζουν πιο βαθιά τα δίστιχα
της δυστυχίας στο πρόσωπό σου,
γυρίζεις
σπίτι τρίσβαθος
πηγάδι ξερό,
ενωμένο με το αύριο
με μία εύθραυστη κλωστή από
τέλος πάντων:
ξεφυσάς
μπρος στην επέλαση
ολόιδιων ημερών, η μία
-ας είναι έτσι- μετά
την άλλη.

Τέλος πάντων,
έχεις γυρίσει, ο ήλιος
ανεβοκατεβαίνει
σαν μια κουρασμένη πουτάνα,
ο καιρός ακίνητος
σαν άκρο σπασμένο
καθώς εσύ απλώς
γερνάς.
Τίποτα δεν κινείται
παρά μόνο οι παλίρροιες
του αλατιού στο κορμί σου.
Η όρασή σου θολώνει
κ' εσύ ορίζοντας
τη μέρα σου, μεγάλη
γαλάζια φάλαινα, ένα
σκοτάδι σκελετικό·
έχεις επιστρέψει
με όραση ακτίνων Χ·
τα μάτια σου έχουν γίνει
ένας λιμός.

Επιστρέφεις
με τα μεταλλαγμένα σου δώρα
σ' ένα σπίτι από κόκκαλα.
Ό,τι βλέπεις τώρα,
τα πάντα
κόκκαλα.
__________________________________________________________
Μετάφραση στα ελληνικά:
άρης φίλιππας

  • Η Eva H.D. είναι Καναδή ποιήτρια που ζει και εργάζεται στο Τορόντο. Από τις εκδόσεις Mansfield Press έχουν κυκλοφορήσει οι ποιητικές της συλλογές «Rotten Perfect Mouth» (2015) και «Shiner» (2016). Το ποίημά της «38 Michigans» από την πρώτη της συλλογή κέρδισε το Montreal International Poetry Prize με την ψήφο της Eavan Boland, ενώ το παραπάνω συμπεριλήφθηκε από τον Charlie Kaufman στην ταινία του, «i'm thinking of ending things» (2020). Το 2015 ξεκίνησε να μεταφράζει στα αγγλικά το μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα» (πρωτότυπη έκδοση στα γαλλικά). 

  • Ο τίτλος του ποιήματος (Bonedog) ήταν μάλλον το δυσκολότερο σημείο μεταφραστικά. Και αυτό διότι στα αγγλικά, bonedog είναι μια άλλη ονομασία για το spiny dogfish, ήτοι ένα είδος σκυλόψαρου που στα ελληνικά ονομάζεται Ακανθίας. Μη έχοντας στη διάθεσή μου πραγματολογικά στοιχεία (πρόκειται άλλωστε για ένα ανέκδοτο ποίημα), θεώρησα, διαβάζοντας κ' ερμηνεύοντάς το, ότι ο -κατά τ' άλλα συμπαθέστατος- Ακανθίας δεν είχε, μάλλον, εδώ, κάποια σχέση. Ένα άλλο μέρος που βρήκα αυτό τον όρο ως έχει, είναι στο βιντεοπαιχνίδι Kenshi, όπου «bonedog» είναι αυτό εδώ το πρόσχαρο πλασματάκι. Καίτοι δεν αποκλείεται η ποιήτρια να το πήρε από εκεί (δεν θα μάθουμε ποτέ), παραμένει και πάλι αμετάφραστο. Το πιο πιθανό είναι, βέβαια, να πρόκειται απλώς για μια λεξιπλασία, με αφηρημένη ή μεταφορική σημασία, ένα ποιητικό portmanteau αν θέλετε, η πρόσληψη τού οποίου να επαφίεται στη δημιουργική φαντασία του αναγνώστη. Αποδόσεις του τίτλου ποιητικές εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχουν άλλες, παρά μόνον «υποτιτλικές» από τους μεταφραστές του Νέτφλιξ, όπου, με μια γρήγορη ματιά, στα ελληνικά το είδα ως «Αδηφάγος» (δεν έχω ιδέα από πού), στα ιταλικά ως «Ossa di cane» (Κόκκαλα του σκύλου), στα ισπανικά ως «Perro de hueso» (Σκύλος από κόκκαλα), ενώ στις υπόλοιπες γλώσσες διατηρείτο ο πρωτότυπος τίτλος. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να το μεταφράσω αυτούσιο και ως μία λέξη (κάποιο «κοκκαλόσκυλο» πχ. και ό,τι ήθελε ας γίνει), όμως θεώρησα πως ακούγεται γελοίο, και έτσι αποφάσισα να το αφήσω κ' εγώ αμετάφραστο. Μία που το έκανα και μία που το μετάνιωσα. Κι αυτό γιατί η μετάφραση δεν είναι παρά ένας πόλεμος ερμηνευτικός μεταξύ ποιητή και μεταφραστή, απ' τον οποίο κερδισμένη βγαίνει μόνον η ποίηση. Άρα κ' εγώ, μη αποδεχόμενος την ήττα μου, αποφάσισα να συνομιλήσω με τον σκύλο μου και να μου πει εκείνος τι νομίζει. Και ο σκύλος μου, σοφότερος ως είναι από εμένα, θυμήθηκε εκείνο το ποίημα της Σύλβια Πλαθ στη μτφρ. της Κατερίνας Ηλιοπούλου που έλεγε «ένα φως οστέινο, λευκό σαν θάνατος / πίσω από κάθε πράγμα», και σε άψογα σκυλίσια μού απεφάνθη: «Οστέινος σκύλος! Αυτός είναι ο τίτλος που ψάχνεις». Δεν μπορώ λοιπόν να μην τον ευχαριστήσω για την πολύτιμη βοήθειά του.

  • Ο στίχος «κακόδεχτος απ' το σεληνόφως» προέρχεται απ' το Όνειρο Θερινής Νυκτός του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, και τον απευθύνει ο Όμπερον στην βασίλισσα Τιτάνια: "Ill met by moonlight, proud Titania". Στα ελληνικά έχει αποδοθεί με πολλούς τρόπους: «κακότυχα βρεθήκαμε στο φεγγαρόφως», «κακό φεγγαραντάμωμα» κ.ο.κ., ενώ ο Ε. Μπελιές το θέλει ως: «ό,τι χειρότερο! εσέναν' έπρεπε να δω στο φεγγαρόφως!». Προτίμησα να διατηρήσω την μορφή επιθέτου στο ποίημα, και μετά από διάφορες αμφίβολες δοκιμές (κακοανταμωμένος, ακαλωσόριστος κ.ά), κατέληξα στο «κακόδεχτος» που είναι πιο δόκιμο, ηχεί σωστότερα και προσιδιάζει περισσότερο στο πνεύμα του στίχου.

~

Tags: Eva H. D. Haralampidis Doherty Εύα Χαραλαμπίδη Bonedog Thinking Ending Things Charlie Kaufman Τσάρλι Κάουφμαν Σινεμά Αγγλική Ποίηση Καναδάς Τορόντο 38 Michigans Rotten Perfect Mouth Shiner 

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «Ισλανδία»

Πρωτότυπο ποίημα:
"Islandia"
από τη συλλογή του Jorge Luis Borges
"Historia de la noche"
(Η Ιστορία της Νύχτας)
1977


ΙΣΛΑΝΔΙΑ

Τι ευτυχία για τους ανθρώπους όλους είναι
που υπάρχεις, Ισλανδία των θαλασσών!
Ισλανδία του αθόρυβου χιονιού και των νερών που βράζουν
Ισλανδία της νύχτας που σκεπάζει
τους ύπνους των ονείρων, τις αγρύπνιες.
Νησί της μέρας που επιστρέφει: ολόλευκη,
νεαρή, καθώς ο Μπαλντρ, και βροτή.
Ρόδο της παγωνιάς κ' απόκρυφο νησί,
ήσουνα, βέβαια, η μνήμη της Αλεμαννίας
διασώζοντας για εμάς την πλούσιά της,
που είχε σβήσει και θαφτεί, μυθολογία:
το δαχτυλίδι, εννέα που σπέρνει δαχτυλίδια,
τους λύκους θεόρατους του σιδερένιου δάσους
που λαίμαργα ορέγονται τον ήλιο, το φεγγάρι,
και το καράβι αυτό που Κάτι ή Κάποιος φτιάχνει
με τα νύχια, ευλαβικά, των πεθαμένων.
Ισλανδία των κρατήρων που προσμένουν
και των γαλήνιων στάβλων· Ισλανδία
του ασάλευτου απογεύματος, των άλκιμων
σωμάτων και ψυχών που, ως ναύτες τώρα,
βαρκάρηδες κ' ιερείς, ευδοκιμώντας,
μιαν ήπειρο χτες ήδη ανακαλύψαν. 
Νησί των μακρυμάλλικων αλόγων
στη λάβα που γεννούν και στο γρασίδι,
νησί του ύδατος γεμάτου από νομίσματα,
και μιας ακόρεστης ελπίδας· Ισλανδία
εσύ του ξίφους τόπος και των ρούνων,
Ισλανδία της κοίλης μνήμης, της μεγάλης,
που δεν είναι μια, ακόμη, νοσταλγία.
________________________________________________

Μετάφραση στα ελληνικά:
άρης φίλιππας

~

Tags: Χόρχε Λούις Λούι Μπόρχες Μπόργκες Jorge Luis Borges Historia De La Noche 1977 Ιστορία της Νύχτας Μετάφραση Μεταγραφή Άρης Φίλιππας Ελληνικά Ποίημα Ποίηση Αργεντινή Argentine Poetry Ισλανδία Iceland Μυθολογία Nordic Mythology Baldr Baldur

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Για τον σπουδαιότερο Έλληνα ποιητή

Συζητοῦσα μέ μιά φίλη καί μέ ρώτησε ποιόν θεωρῶ τόν «πιό σπουδαῖο» ποιητή τῆς ἐλληνικῆς γραμματείας. Πρίν ὁλοκληρώσει τήν ἐρώτηση, ἀνέκραξα διακόπτοντάς τήν ἀγενῶς: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ! Κι ἐξηγοῦμαι:

Ὁ Νίκος Καροῦζος εἶναι ὁ πιό παραμελημένος ποιητής τῆς ἐλληνικῆς γραμματείας, λαμβάνοντας ὑπόψη τό μέγεθός του σέ σχέση μέ τήν προσοχή πού (δέν) ἔχει λάβει.

Καί εἶναι πράγματι Μέγεθος μ ο ν α δ ι κ ό μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξης, σπουδαιότερος σχεδόν ὁλόκληρου τοῦ φιλολογικοῦ Κανόνα, συμπαγέστερος καί στιβαρότερος τῶν νομπελιστῶν, ὁριακή καλλιτεχνική προσωπικότητα.

Στήν ἀναγνώρισή του ὡς Τιτάνα ποιητικό, πέραν τῆς ὑπερδιαστατικῆς του γραφῆς, συντελεῖ κι ἕνα ἀξιοζήλευτο Ἧθος: ἕνα ἐντός κι ἐκτός τοῦ χώρου ἀντιλάλημα τῆς Ἱστορίας, ὁ Ποιητής πραγματώνει τό (ὑπερρεαλιστικῆς προέλευσης) ποιητικῶς ζῆν σέ ὅλη του τήν ἔκταση καί τήν ταπεινή ἀλήθεια.


Στήν ὕλη εἰσχωρεῖ οὐρλιάζοντας / Ὁ Καροῦζος κατακερματίζει κι ἀνασυνθέτει τούς λόγους, κοιτάει μυστικά χωρίς νά κοιτά, αὐτοϋπονομεύεται οὑσιωδῶς, ὑπάρχει π α ρ ά λ λ η λ α μέ τή μνήμη. 

Θρησκεύεται μέ ναρκωτική ἀναρχία καί ξεψυχεῖ στό τέλος καταφάσκοντας τίς ὑποψίες ἑαυτοῦ στό ποιητικό του πριονιστήριο.

Ἡ λέξη του ἔρχεται ἀπ' τό Τίποτε, ὀργιάζει καί κατρακυλά, βγάζοντας σά μικρό παιδί τή γλῶσσα της ἀπέναντι στήν ἀλαζονική σιγουριά τοῦ θανάτου.


Στό αἷμα του ρέει τό ποτάμι τοῦ Ἡράκλειτου καί η ὑπαρξιακή πλησμονή τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Καροῦζος εἶναι στό σκονισμένο κατσάρι τοῦ Διογένη, στόν φανό, στο ὑπερβατικό φῶς πού ἀντικαθρεφτίζει ἡ κοσμική μεταβλητότητα· εἶναι στόν ἐρωτευμένο ναύτη τῆς Κροστάνδης, στίς εἴκοσι τέσσερις μεταμορφώσεις τοῦ Dattatreya, στό ἱερό τραγούδι τῆς ἀστρικῆς ξενιτιᾶς, αὐτός, ὁ ἁγνός περπατητής τοῦ ὀνείρου.

Σκέφτομαι:

Ἴσως, σέ μερικές χιλιάδες χρόνια, κάποιες ἄφυλες κυκλικές φυλές τοῦ σύμπαντος, τόν καταλάβουν καί μᾶς τόν τραγουδήσουν· νά φτάσει στ' αὐτιά μας σάν διαστρική ψαλμωδία -ὁλόγυμνος, ταπεινός καί πάντοτε ἄ λ λ ο ς- καί ν' ἁπαλύνει τόν αἰώνιο ὕπνο μας.


Χειρόγραφο

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Μια Τυπική Μέρα Στην Κόλαση (ποιητική σύνθεση)

«Βάκχος και Αριάδνη»
Ελαιογραφία σε καμβά, του Γιόχαν Γκέοργκ Πλάτσερ.

Ο Νίτσε παίζει με τον Διόνυσο μπαρμπούτι,
δίπλα ο Απόστολος Θωμάς στυφό πίνει ούζο
με τον αστροπλεγμένο αγέρωχο Καρούζο,
ενώ «ρεβολουσιόν» σκληρίζει ο Κρισναμούρτι.

Με τα δαιμόνια του ο Μαρκήσιος ξενυχτά
του γνέφει απ’ τα ανατολικά ο Εμπειρίκος.
Σε κοσμική τραμπάλα ο Εμπεδοκλής το νεῖκος
κλώθει πριν πάλι λιώσει στην καυτή βουτιά.

Σ’ ένα φλεγόμενο τσουκάλι βράζει αιώνια
ο Καζαντζάκης, γλείφει του Ζορμπά τους ρόζους.
Πάνω στο τοίχωμα χαράζει «Deus otiosus»
(το ίδιο αλύχτισμα τον κατατρώει από χρόνια)

Η Γώγου πιάνει την Αχμάτοβα απ’ το χέρι
και για της Κάλο τη γλαυκή γωνιά τραβούν.
Γελούν οδυνηρά πριν σ’ όργιο δοθούν-
Μέλπει σαν άγγελος ηλεκτρικός η Φλέρυ.

Το βράδυ όταν ξαπλώσει το φλόγινο δείλι
χύνονται οι Σάτυροι και τραγουδούν με νάζι.
Λικνιέται σπινθηροβολώντας η Εσκενάζυ
κι ο Διογένης φιλά την Έμμα στα χείλη.

Τότε στο δάσος για να κλάψουν ξεμακραίνουν
η Πλαθ κρατώντας αγκαλιά τον Λαπαθιώτη.
Εκεί όμως δάκρυα βρίσκουν όπου για τη νιότη
δάκρυσεν ο Καβάφης- Και Ξαναπεθαίνουν.

Συχνά εμφανίζεται ο Κροπότκιν μουδιασμένος
με ένα αγκάθινο στην κεφαλή του στέμμα.
«Ζήνων» σιγοψελλίζει, «αφού με δίκαιο αίμα
έχω βαφτεί, γιατί δεν νιώθω ευτυχισμένος;»

Είναι και μια παρέα που δεν μιλάει με λόγια
μα μες στης Άβυσσος βαθιά τον κόλπο χύνει
ο Μπέλα Ταρρ, ο Θίο με τον Αντρέι. Πίνει
και ξεψυχά ο Πόλοκ, ο Μαγκρίτ, ο Γκόγια.

Κατά την χαραυγή βαφτίζεται η Σελήνη
σε μιαν αστρομπανιέρα με υγρό μαβί.
Ο μάγος Έρως γεννά με το Χάος τριβή
κι η Ζωή λούζεται στου Θάνατου την κρήνη.

Όλα κυλούν γλυκά στης Κόλασης τα νέφη
καθώς σ’ αειθαλλένιο πέφτουμε παιχνίδι.
Όμως το αυτό μυστήριο σέρνεται σαν φίδι:
Ποιος βασιλεύει αυτόν τον κόσμο από σιντέφι;

Κανείς, θα πουν πολλοί. Μα ορκίζομαι πως το είδα:
ο Ζοφερός μας Άναξ σ’ αγλαό καράβι
της Γέεννας τ’ άγιο πυρ ως τα ψηλά ν’ ανάβει
να φέρνει μεθυσμένη στίλβη, καταιγίδα,

Και με στεντόρεια λαλιά ν’ αναφωνεί:
Je me crois en Enfer, donc en Enfer je suis.-

~
Άρης Φ.
(ανέκδοτο)

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Κατερίνα Ζησάκη· της Σκληριάς και του Ψιθύρου, στιγμών οκτώ και κάτι ψιλά-

Γράφει ο Άρης Φ.

Η Κατερίνα Ζησάκη είναι η αγαπημένη μου σύγχρονη ποιήτρια.

Η Κατερίνα Ζησάκη είναι η αγαπημένη μου σύγχρονη ποιήτρια και είμαι ερωτευμένος με τις συλλαβές της.
Η Κατερίνα Ζησάκη είναι η αγαπημένη μου σύγχρονη ποιήτρια και είμαι ερωτευμένος με τις συλλαβές της όπου συλλαβή βλέπε οντότητα νεκροζώντανη μαυρορούσα αποπνικτική άφυλη από τρύπιο μετάξι και πέτρα.
Αφού λοιπόν η Κατερίνα Ζησάκη είναι η αγαπημένη μου σύγχρονη ποιήτρια και είμαι ερωτευμένος τις συλλαβές της όπου συλλαβή βλέπε οντότητα νεκροζώντανη μαυρορούσα αποπνικτική άφυλη από τρύπιο μετάξι και πέτρα, καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να παραστήσω ότι θα κάνω μια αντικειμενική παρουσίαση της γραφής της.

Θ' αποπειραθώ, όμως, χάριν μιας όσο το δυνατό σωστότερης παρουσίασης, να μην καταγράψω εδώ όσα «λέει» σε μένα καθένα από τα ποιήματά της, και να τ' αφήσω να πουν όσα έχουν να πουν από μοναχά τους.


Η Κατερίνα έχει βγάλει μέχρι στιγμής μία συλλογή από τις εκδόσεις Μανδραγόρα, με τ' όνομα «Ιστορίες απ' το Ονειροσφαγείο», αλλά έχει μπαμπάτσικη ιντερνετική παρουσία, απ' την οποία κι εβοηθήθηκα για να διαλέξω μερικά από τα διαμαντάκια της. Δεν είναι, λοιπόν, όλα τα παρακάτω μέσα στη συλλογή της.


Θα σας μηνύσω την Κατερίνα μέσα από πέντε σπαράγματα.



«Ο Χάρων μεταφέρει ψυχές από την Στύγα»
Λάδι σε καμβά του Αλεξάντερ Λυτοφτσένκο (1861)

Ανεβείτε προσεκτικά στην ψαρόβαρκα του Χάρωνα, και χαλαρώστε τα άκρα σας.
Οι φωτογραφίες εντός του υγροσπηλαίου απαγορεύονται. 
Αλλά πάλι, απαγορεύονται οι απαγορεύσεις.

~~~~~


i. «ήσυχες μέρες»


άκου πώς ουρλιάζουν τα σκυλιά

κάτω στο βάλτο ένας τρελλός
μην τον φοβάσαι άγγιξέ τον
πρώτος εκείνος είπε για το πράσινο νερό
για τους χτίστες
για την οργονική μελωδία που ενώνει τον κόσμο

άκου πώς ψιθυρίζουν οι αφέντες

άκου
σχεδόν μες στο κεφάλι μας
φωνές σχεδόν σαν δικές μας
άκου

η ζωή στους εδώ τόπους κυλάει ομαλά

μια μάνα προχωράει αμέριμνη
σέρνοντας ένα παιδικό καρότσι
με την άκρη του λαιμού της
οι αρχές το εξέτασαν το βρήκαν άδειο
γύρω πέφτουν σαν χιόνι νεκρά πουλιά
νεκρά από μια ασθένεια του καιρού μας
λέγεται εκούσια θλίψη
εμφανίζεται πρώτα με ανεξήγητη σιωπή
με ανηδονία
σιγά σιγά τρώει τα πρόσωπα
παραλύει το μυϊκό σύστημα
και καταλήγει στις καρδιές μας
παγώνουν
το πιο συχνό σύμπτωμα είναι το κρύο
στο καλοκαίρι
και στις πορείες
και σε αγκαλιές μέσα κρύο

όμως η ζωή στους εδώ τόπους κυλάει ομαλά

κάθε πρωί τα μεγάφωνα
ανακοινώνουν την έναρξη εργασίας
όταν γεράσει κι ο τελευταίος ανακοινώνουν λήξη
ύστερα πλύσιμο δέκα λεπτά
κρύο φαΐ άλλα δέκα
τα Σάββατα –καμιά φορά και Κυριακές
επιτάσσουν έρωτα
εκεί να δεις ανθρωπομεθύσι
οι αρχές εποπτεύουν τις συνευρέσεις μας
μην ενωθούν οι ανάσες
μη γείρει ο ένας το κεφάλι του στον ώμο του άλλου
εκεί δεν έχει δεν ήξερα
τιμωρείσαι
έτσι κυλάει 

σήμερα εκτέλεσαν τη μικρή μου κόρη

την έπιασαν να γράφει ποιήματα
για τον τρελλό κάτω στο βάλτο
για τα σκυλιά που ουρλιάζουν
γι’ αυτά τα αναθεματισμένα μεγάφωνα τις φωνές και τα ρέστα

κατά τα άλλα η ζωή κυλά ομαλά

σε κάθε λήξη βάρδιας
μαζεύουμε τα νεκρά πουλιά απ’ τους δρόμους
τα ρίχνουμε στους ειδικούς κάδους έξω από κάθε σπίτι
και φεύγουν ξημερώματα
για το Ονειροσφαγείο

ii.


τι όμορφα πεθαίνει η αγαπούλα μου

κάτω από ένα σωρό σκουπίδια
ντουπ και ντουπ την καρδιά της ακούω
πώς σβήνει νωχελικά ντουπ και ντουπ
αγάπη μου πώς φτάσαμε
στον έναν χτύπο το λεπτό
πώς φτάσαμε στο
"μια φορά στα χίλια χρόνια"
τι όμορφα πεθαίνει η αγαπούλα μου
κάτω από ένα σωρό σκουπίδια
(ψόφιες μύγες σελίδες παλιές αποτσίγαρα
νύχια κομμένα και χαρτομάντηλα με
πρωινά φλέματα τρίχες γάτας και
στάχτες και μπύρας κουτιά)
τι όμορφα. 
αντίο. ντουπ. σβήσε επιτέλους.
ντουπ. ντουπ. ακόμα;

iii.


αν ήξερε η άνοιξη τι θα συνέβαινε

ποτέ της δεν θα ξεκινούσε
ξέρω σήμερα
πως οι άνθρωποι
αγαπούν την αγάπη
κι αγαπούν 
να την αγαπούν
μα ίσως
να μην την αναγνωρίζουν πια
αφού ο κόσμος
έχει τέτοια πληθώρα συναισθημάτων
συμμορφωμένων τόσο
με τις εμπορευματικές προσταγές
που ο έρωτας
συνδέεται ευθέως
με την απόκτηση
καινούριας μηχανής
πολλών κυβικών
ν’ αλωνίζεις τους δρόμους αιώνιος
ερώμενος ο ίδιος του εαυτού σου
και δεν είναι πως
δε ματώνουν τα μάτια μου όταν σε βλέπω
δεν είναι πως
δε μου σκίζει στα τέσσερα την καρδιά
το χαμόγελό σου
και το αξιοπόθητο
στητό σου σώμα
την ώρα που σε μυρίζω
περνώντας δίπλα μου
όμως συνέχεια τρίζει στο στήθος μου
αυτή η μικρή ανησυχία
πως ό,τι πόθησα
το δημιούργησε το σκοτάδι
με τον ίδιο τρόπο που
η κόκα κόλα
οι διαφημίσεις καταναλωτικών δανείων
η μόδα και τα φωσφορίζοντα προφυλακτικά
δημιούργησαν
όλα όσα
ποθούν οι άλλοι
κι αν ήξερε η άνοιξη
πως θα τη μνημονεύουν τόσα ποιήματα
ποτέ δεν θα ξεσπούσε
υπό το βάρος τόσων προσδοκιών
σ' έναν τέτοιο οργασμό
από χρώμα κι από άρωμα
και περιρρέουσα επιθυμία γι’ αγάπη
ξέρω σήμερα
πως οι άνθρωποι
αγαπούν να την αγαπούν
-ένα συναίσθημα δηλαδή
που επιστρέφει στον εαυτό του-
όμως οι άνθρωποι ξεχνούν
πως οι οργασμοί
ακόμα και της άνοιξης
μπορούν να είναι
λυπημένοι

iv. «ντουρούτι»


μ’ ένα ζαφ

δυο τρία ιντυκουλούμ
κλοκότ και παραπέντε
άρπαξα μια βραδιά το ντουρούτι μου
και τράβηξα κατά το βουνό
πάνω εκεί με περίμεναν
και περίμεναν
με σημαίες και με σημαίες
με ναρίτ και ντεντάρες
και φοβέρα από σκόνη
ε! Ζαν Μπατίστ! 
έλα να δεις την ωραία φωτιά που ανάψαμε
να ξεγλιστρήσουμε από το σκοτάδι
τρεμόπαιζε ανήμπορη μια φλογίτσα
τι να σας πω
εκείνο το βράδυ ζεσταθήκαμε όπως όπως
κάψαμε σοβαρές εφημερίδες 
πιστόλια των παγκοσμίων πολέμων
εισιτήρια ταυτότητες και κάρτες μέλους
σε γκολφ κλαμπ και σούπερ μάρκετ
το ξημέρωμα κάναμε απόφαση
αρπάξαμε τα χρώματα
κάτι παιδικές μολυβιές
και σαγκίτ, αλλαμόρ, κομανκέτια και αλβάρες
και μ’ όλη μας την ορμή
την ακαταλαβίστικη γλώσσα μας
τη νιότη
κινήσαμε να αναστήσουμε την πόλη
εγώ κρατούσα πάντα το ντουρούτι μου
πιο δίπλα μου γελούσε ο Τεσταρόσσα
δεν ξέρω τι απέγιναν οι σύντροφοι
μια μισοπάλαβη γριά
με βρήκε σώμα άψυχο
σ’ ένα στενό την άλλη μέρα.

v. 


τα ξυράφια είναι τα διαχρονικά 

βλέμματα των αγίων
κοιτούν πότε το ένα
χέρι και πότε το άλλο
ακονίζονται λερωμένα
επάνω σε κρεβάτια που 
κοιμούνται κοιμούνται 
οι χαρές και οι κόρες του ύπνου
ξεντύνονται μεθυσμένες
η αποψινή προσμονή είναι το έπακρο
το απεχθές το ακρότατο
κοφτερό σύνορο μεταξύ του ενός
ή του άλλου και λύπης
της λύπης
ήθελε να στο πει μα δεν έφτανε
η φωνή ως εσένα
ξεκινάει για παράδειγμα
με μια λέξη και λέει
λέει και σβήνεται
η φωνή λίγο πριν να τελειώσει 
πώς το πας έτσι ρε
τους ψιθύρους σου ποιος
τους ακούει;
εκείνο το καλοκαίρι στην Ισπανία
πήραν τα όπλα στα χέρια
οι εραστές χαιρετιούνταν
με μπαμ και με μπουμ
το φιλί ακολουθούσε
εκείνο το καλοκαίρι στην Ισπανία
εκείνο το καλοκαίρι
ύστερα πήγε ο Ρεμπώ στο Χαράρ
ύστερα ο κόσμος έμεινε απηυδισμένος
κάτω απο τόνους σκόνης
ανελέητης φθοράς
και σποράς παραπόνων
διχοτομημένων στέρνων
στραβοκομμένων αυτιών
περιπτώσεων δηλαδή που εμπεριείχαν
το αίσθημα του ανίατου
του πένθους
του εσφαλμένου
έτσι κάπως καταπίνω 
οτιδήποτε θυμίζει φωνή
το γυρνάω μες στο στόμα και λιώνει
μουδιάζοντας 
όλους τους γευστικούς κάλυκες
κάνοντας τα γλυκά σου ας πούμε φιλιά
να έχουν την ίδια γεύση με το αίμα
που προκύπτει από τα ξυράφια
που είναι τα διαχρονικά βλέμματα 
των αγίων της λύπης
της λύπης
ήθελε να στο πει μα δεν έφτανε
η φωνή ως εσένα
-πάλι έτσι το πας
ποιος ακούει;

vi. 


δεν είμαι ωραία μουσική για να μ' ακούσεις

δεν είμαι κώμη απαλή για να με λούσεις
δεν είμαι ήλιος να σε ντύσω με αχτίδα
είμαι σημάδι και σπυρί παρανυχίδα
είμαι σε νύχτα σκοτεινή μαύρο σκουλήκι
κατατροπώνω καίω λέω "μου ανήκει"
σκοτώνω βρίζω βρίζομαι σ' αφήνω
μετά σκοτώνομαι 
και πάω πάνω απ' τον τάφο μου
και φτύνω
λοιπόν; θα μ' αγαπήσεις;

[Κι ένα ~ ποιητικής]


όσοι γράφουν ποιήματα για την ψυχή τους,

όσοι γράφουν για να μην τρελλαθούν ολοκληρωτικά,
όσοι γράφουν για Εκείνη ή για Εκείνον, 
όσοι γράφουν μολότωφ, 
όσοι γράφουν τη στιγμή που θέλουν να κοπούν ή ν' αυτοκτονήσουν, 
όσοι γράφουν για να μην τους προλάβει ο θάνατος χωρίς ούτε ένα ποίημα, 
όσοι γράφουν για τη χαρά που τους δίνει η ίδια η γραφή, 
όσοι γράφουν γιατί στον ύπνο τους έρχονται απρόσκλητοι Καρυωτάκηδες Σύλβιες Πλαθ και δε συμμαζεύεται, 
όσοι γράφουν γιατί δε μπορούν να σιωπούν μπρος σ' έναν κόσμο που πεθαίνει, 
όσοι γράφουν για κάποια Ιδέα, 
όσοι γράφουν για να μην ξεχνούν πως είναι άνθρωποι, 
όσοι γράφουν γιατί φιμώνονται κάθε μέρα, 
όσοι γράφουν γιατί πέρασε απ' το χεράκι τους για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου η αόρατη σκυτάλη της ποίησης κι έχουν χρέος να της αποδώσουν τιμή, 
όσοι γράφουν με πυρετό και με κάβλα, 
όσοι γράφουν γιατί αντιλαμβάνονται τη θνητότητα και μηδαμινότητά τους εντός του απέραντου κόσμου, 
όσοι γράφουν προσφέροντας με έξαψη το κορμί τους και το μυαλό τους γυμνά κι ευάλωτα σε ξένα χέρια, 
όσοι γράφουν όχι ως κεφαλή αλλά ας πούμε ως δάχτυλο ή ως τρίχα γεννητικών οργάνων, 
όσοι γράφουν ως μέρος του Όλου, αυτοί λοιπόν το ξέρουν.

οι υπόλοιποι ας το μάθουν τώρα:

υπάρχει
ο κόσμος των ποιητών
ο κόσμος των μουσικών
ο κόσμος των ζωγράφων
των χορευτών
των ηθοποιών
των σκηνοθετών
-ξεχνάω καμπόσους-
και υπάρχει
κι ο κόσμος


Ετούτη είναι. Αγκαλιάστε την

Τέλειωσε-
(Και σιγά μην έβαζα μόνο 5)

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Σαρλ Μπωντλαίρ: «Οι Λιτανείες του Σατανά»

Πρωτότυπο ποίημα:
"Les Litanies des Satan"
από τη συλλογή του Charles Baudelaire
 "Les Fleurs du Mal" 
(Τα Άνθη του Κακού)
1857

Ο Ποιητής της Άβυσσος, Σαρλ Μπωντλαίρ

ΟΙ ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

Ω εσύ, ο πιο σοφός κι όμορφος των Αγγέλων
Θεέ που η μοίρα σ' έφτυσε κι εγκώμια δεν σου ψέλλουν,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!

Της εξορίας, ω Πρίγκηπα, που ζεις αδικημένος

και δύεις αεί ισχυρότερος παρότι νικημένος,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!


Συ παντογνώστη, άναξ τρανέ των υπογείων, όπου

θεραπεύεις τρυφερά τα βάσανα τ' ανθρώπου,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!


Εσύ, που ως και στον λεπρό, στον άτιμο παρία,

διδάσκεις της Παράδεισος τη γεύση μ' ευσπλαχνία,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!


Ω εσύ, που από τον Θάνατο, παλιό εραστή τρανό

σου, την Ελπίδα γέννησες, —κορίτσι διαλεχτό!

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!


Εσύ, που στον απόκληρο το βλέμμα της γαλήνης
καθώς γύρω απ' το ικρίωμα τους πάντες ψέγει, δίνεις,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!


Εσύ, που ξέρεις ποιες γωνιές απόκρυφα ο Θεός

με λίθους ανεκτίμητους γέμισε, φθονερός,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!


Εσύ, που τα οπλοστάσια -με μάτια που δε σφάλλουν-
βλέπεις, βαθιά όπου κείτονται τα πλήθη των μετάλλων,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!

Συ, που με χέρια διάπλατα κρύβεις του υπνοβάτη
τα βάραθρα απ' τα κτίρια ψηλά που ακροπάτει,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!

Συ, που πραΰνεις μαγικά τού πότη τ' άγρια οστά
που άλογα τον πάτησαν νύχτα ως του ήρθαν μπροστά,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!

Εσύ, που για ν' ανακουφίσεις τον ασθενικό

δίδαξες θείο να ενώνουμε με κάλιο νιτρικό,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!


Εσύ, δαιμόνιε συνεργέ, που την υπογραφή σου,

στο κούτελο του αδίστακτου, χαράζεις, κι άθλιου Κροίσου,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!

Εσύ, που βάζεις στην καρδιά των θήλεων και στο βλέμμα
τον πόθο για τα ράκη, μα και την λατρεία στο αίμα,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!

Φανάρι των εφευρετών, ράβδε των ξορισμένων
εξομολόγε των συνωμοτών, των κρεμασμένων,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!


Εσύ, θετέ πατέρα αυτών που μες στη μαύρη οργή του
απόδιωξε ο Θεός Πατήρ απ' την Εδέμ στην γη του,

Ω Σατανά, τη ζοφερή μου ελέησε δυστυχία!


ΠΡΟΣΕΥΧΗ


Τιμή και δόξα, ω Σατανά, σ' εσένα, όπου στα ύψη
των Ουρανών βασίλεψες, και όπου πια έχεις κύψει
σε ρέμβη αμίλητη, ηττηθείς, στης Κόλασης τα βάθη!
Κάτω απ' της Γνώσης το Δεντρό, κάνε -όταν η ώρα θάρθει-
πλάι σου η ψυχή μου να υπνωθεί, καθώς στο μέτωπό σου
θ' απλώνει τα κλωνάρια του σαν ένας νέος Βωμός σου!



Μετάφραση στα ελληνικά:
άρης φίλιππας


~

Tags: Σαρλ Κάρολος Μπωντλαίρ Μπωντλέρ Charles Baudelaire Les Litanies Des Satan Οι Λιτανείες Του Σατανά Μετάφραση Μεταγραφή Άρης Φίλιππας Ελληνικά Ποίημα Καταραμένοι Ποιητές Γαλλική Ποίηση Προσευχή Σατανάς Σατανισμός Satanism Άνθη Του Κακού Fleurs Du Mal Poetes Maudit Μεταφρασμένο Απαγορευμένο Βλάσφημη