Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

Γιατί παίρνουμε τόσο στα σοβαρά απόψεις ολυμπιονικών;

Ένα ερώτημα που με προβλημάτιζε πάντα. Ένα άτομο με έφεση στον αθλητισμό, κάνει μια προσωπική προσπάθεια και καταφέρνει τον στόχο του παίρνοντας υψηλή θέση σε κάποιο πρωτάθλημα. Ωραία, και;

Τι ακριβώς υπάρχει στην κατάκτηση ενός πρώτου βραβείου που μετατρέπει κάποιον από αθλητή σε πνευματική προσωπικότητα; Γιατί ξαφνικά οι απόψεις τους αποκτούν ειδικό βάρος; Δεν τις είχαν από πριν; Τότε γιατί δεν μας ενδιέφεραν; Έχει να κάνει με την διασημότητα που παίρνουν μετά την κατάκτηση ενός χρυσού μεταλλίου; Άρα γιατί να μην λαμβάνονται υπόψη όπως όλων των υπολοίπων, ανεξαρτήτως επαγγελματικής ιδιότητας, διασήμων;

Ας πούμε λοιπόν ότι βλέπουμε το ατομικό success story ενός αθλητή, ως δικό μας, εθνικό success story που φυσικά είναι πάντοτε «ενάντια στις πιθανότητες» (αφού όλοι έξω μας πολεμούν) και άρα το χρυσό, π.χ., του Μελισσανίδη, αποτυπώνεται συμβολικά ως «χρυσό της Ελλάδας», συνεπώς, στο πλαίσιο μιας «ορθής» εθνικής ομοψυχίας πρέπει όλοι να είμαστε χαρούμενοι και να ζητωκραυγάζουμε.

Ένα πρόταγμα, όμως, παράλογο, άδικο και ύπουλο.
Παράλογο, γιατί το χρυσό του Μελισσανίδη είναι «χρυσό της Ελλάδας», αλλά οι όψιμες θεατρικές του απόπειρες π.χ., είναι «προσωπικές του επιλογές στα πίσω πίσω», κατά το θυμοσοφικόν: τα καλά του Ιωάννη θέμε, μα τον Ιωάννη δεν τον θέμε.
Άδικο, γιατί στην τελική αποτελεί επικαρπία. Έχει μοχθήσει ο άλλος, έχει βάλει τα δυνατά του, για να ερχόμαστε μετά εμείς αξιώνοντας εγωιστικά την συλλογικοποίηση της προσπάθειάς του, ότι «το κερδίσαμε όλοι μαζί» και καλά.
Τέλος, ύπουλο, γιατί ακόμα κι αν δεν το παραδεχόμαστε, στην πραγματικότητα ε π ι λ έ γ ο υ μ ε τους ήρωές μας. Ένας αθλητής γίνεται πολύ πιο εύκολα και άμεσα «σύμβολο της ελληνικής ψυχής» που μπορούμε να πουλήσουμε στους ξένους, απ' ότι ένας σκηνοθέτης, επιστήμονας, ένας φιλόσοφος ή ένας λογοτέχνης.

Εκεί, εκτός της δυσανάλογης δημοσιότητας (η οποία στην τελική δεν ενδιαφέρει έναν πραγματικά πνευματικό άνθρωπο), είναι και πολύ πιο έντονες οι κλίκες. Οι ανυποχώρητοι καρεκλοκένταυροι του πνεύματος στην Ελλάδα δυσκολεύονται πάρα πολύ να δεχθούν την διασημότητα ενός Έλληνα συγγραφέα εκτός συνόρων και συνήθως επιδίδονται σε φανατικό μποϋκοτάζ εναντίον του. Θυμηθείτε την περίπτωση του γελοίου υποκειμένου Σπύρου Μελά απέναντι στον Καζαντζάκη. Θυμηθείτε την περίπτωση του πανύβλακα γυμνοσάλιαγκα Δημήτρη Δανίκα απέναντι στον Θόδωρο Αγγελόπουλο και πρόσφατα στον Λάνθιμο. Παραδείγματα ενδεικτικά της παράδοσης που έχουν οι πνευματικές κλίκες εν Ελλάδι.

Στους αθλητές όμως δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι τέτοιο. Όλοι τους αγαπάνε. Κι αυτό μάλλον συμβαίνει για δύο λόγους.

Πρώτος λόγος, η ανεξήγητη ταύτισή μας με την αρχαιοελληνική ιδέα του πνευματικού αθλητή, η οποία βεβαίως στον σύγχρονο κόσμο του ντοπέ πρωταθλητισμού και του αθλητισμού-ως-εμπορικό-προϊόν, αποτελεί θεμελιωδώς ξοφλημένο αφήγημα.

Δεύτερος λόγος, ο υφέρπων εθνικισμός μας, τον οποίο είναι πολύ πιο ε ύ κ ο λ ο να εγγράψουμε πάνω στο αδαμάντινο κορμί μιας πρωταθλήτριας στίβου που: ξεκινάει - τρέχει - πηδάει - κερδίζει - χαμογελάει, παρά στο κινηματογραφικό έργο ενός πρωτοπόρου δημιουργού, όπου η ίδια η εγγενής πολυπλοκότητα της τέχνης του γεννάει διαφορετικές ερμηνείες και άρα διαφωνίες στην πρόσληψη και άρα συνολικά διαφορετικές στάσεις απέναντί του.

Τι εννοώ. Ότι, πολύ περισσότερο προσφέρεται ένας αθλητής για να εκφράσουμε πάνω του ό,τι ιδέα -συνήθως διαστρεβλωτική- μπορεί να έχουμε εμείς περί έθνους, ακριβώς γιατί η ίδια η τέχνη του δεν φέρει μέσα της ερμηνείες, ούτε καν την ανάγκη ερμηνειών. Στο κατοστάρι, απλώς, τρέχεις. Άμα τρέξεις πιο γρήγορα απ' τον άλλο, κερδίζεις το μετάλλιο. Αυτό είναι, δεν έχει νόημα να «ερμηνεύσεις» ένα κατοστάρι, ούτε να μιλήσεις για «πνευματικότητα» στο τρέξιμο.

Δεν υπονοώ φυσικά ότι «φταίει» ο αθλητισμός για την απλότητα που φέρει, αν είναι δυνατόν. Δεν θα είχε καν νόημα, ούτε θα μ' ενδιέφερε ποτέ να υποστηρίξω κάτι τέτοιο. Λέω όμως ότι χάριν αυτής του της απλότητας, είναι πολύ πιο εύκολο να εγγράψουμε πάνω του έναν εθνικισμό, γιατί αυτό που κοιτάμε είναι ένα αποτέλεσμα, ένα βραβείο. Ένα βραβείο καλύτερης σωματικής προσπάθειας, που μετατρέπουμε άκριτα σε πνευματικό βραβείο του έθνους.

Πες όμως ότι τα παραβλέπουμε όλα αυτά και δεχόμαστε ότι είναι φυσικό κ' επόμενο να χαιρόμαστε για την επιτυχία ενός αθλητή μας. Το βασικό πρόβλημα παραμένει: γιατί ξαφνικά αρχίζουν να μας νοιάζουν οι απόψεις του για άλλα θέματα;
Δηλαδή αφού συνειδητοποιούμε το μη πνευματικόν ενός αθλήματος που φέρεται αποτελεσματικά εις πέρας από έναν αθλητή, τι μας ωθεί στο να λαμβάνουμε υπόψη ως βαρυσήμαντες, π.χ., τις πολιτικές τους απόψεις, που ως τέτοιες, (υποτίθεται πως) είναι προϊόντα πνευματικής διεργασίας;

Επίσης, πώς γίνεται και, πάντα οι παρεμβάσεις των αθλητών να βρίθουν εθνικής υπερηφάνειας στην «καλύτερη», μισαλλοδοξίας και εθνικισμού στην χειρότερη; Πώς γίνεται και στη συντριπτική πλειοψηφία όταν διαβάζεις συνέντευξη Έλληνα πρωταθλητή είναι σαν να διαβάζεις τα απομνημονεύματα του Καρατζαφέρη; Πώς γίνεται πάντα οι επιτυχημένοι αθλητές να γίνονται σημαίες - εργαλεία πάσης χρήσεως του έθνους, και αυτό να μην ενοχλεί κανέναν; Έχετε ακούσει ποτέ αναρχικό ολυμπιονίκη; Έχετε διαβάσει ποτέ πρωταθλητή να μιλάει ενάντια στις «δεδομένες» εθνικές αξίες, τα σύνορα, τα κράτη, τις εξουσίες;

Μήπως τελικά υπάρχει μια αλληλοτροφοδότηση σε όλο αυτό, η οποία τους βολεύει όλους; Το μεν κράτος να έχει τα χρυσά του παιδιά, τα υποδείγματα μαθητών με τα πολυδάκρυα success stories, οι μεν πρωταθλητές την πολυπόθητη καταξίωση σε εθνικό επίπεδο, την φήμη και την επιρροή, που θα τους εξασφαλίζουν εσαεί μια διακεκριμένη θέση στο πάνθεον των σημαντικών προσώπων της Ελλάδας.
Μια θέση που όλοι νομίζουμε ότι τους ανήκει, αλλά αν αναρωτηθούμε γ ι α τ ί, πολύ δύσκολα θα καταφέρουμε να δώσουμε μια επαρκή απάντηση.

Η... θιγμένη μακεδόνισσα Κορακάκη, η Βούλα «για την χρυσαβγή ρε γαμώτο» Πατουλίδου, ο όψιμος νεοδημοκράτης Ζαμπίδης, η ρατσίστρια - κασιδιάρισσα Παπαχρήστου, και όλοι οι υπερεθνικόφρονες πρωταθλητές που έχουμε δει να ξεπηδούν ανά καιρούς αποτελούν, λιγότερο ή περισσότερο, συνέπειες του τρόπου σκέψης που περιέγραψα.
Είμαστε σε μια ιδιότυπη κλίκα των αθλητών. Και μέχρι να αποδομήσουμε και να ξεπεράσουμε αυτή την κλίκα, το κράτος θα έχει τους χρήσιμους ηλίθιους που θέλει, οι ολυμπιονίκες θα ίπτανται από πάνω μας σαν αναιτιολόγητες πνευματικές οντότητες, κι εμείς θα τρώμε τα σκατά και των δύο, νομίζοντας ότι έτσι υπηρετούμε καλύτερα την εθνική μας ταυτότητα.