Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Σύμφωνο συμβίωσης και το «Σύνδρομο Μπέρκσαϊρ»

Η Κανέλλη δε συμφωνεί με το σύμφωνο συμβίωσης, γιατί δεν το χρειάζεται η ίδια. Με τη σύζυγό της έχουν υιοθετήσει ένα παιδί και ζουν ευτυχισμένες.

Δανείζομαι λοιπόν τους χαρακτήρες και τη γενική ιδέα της πάντα επίκαιρης «Φάρμας των Ζώων» του Τζ. Όργουελ, για να ονομάσω την παραπάνω συμπεριφορά/πρακτική «Σύνδρομο Μπέρκσαϊρ». Ο χαρακτήρας στον οποίο θα δώσω έμφαση είναι ο Ναπολέων.


Ο Ναπολέων ήταν, όπως ξέρουμε, το γουρούνι (ράτσας μπέρκσαϊρ) που, μαζί με τα υπόλοιπα ζώα, συνεργάστηκε στο να επαναστατήσουν και να διώξουν τους καταπιεστές αγρότες απ' τη φάρμα. Πήραν λοιπόν την εξουσία τα γουρούνια (ως τα πιο έξυπνα της φάρμας) και φτιάξαν καινούργιους νόμους, που θα ήταν ίσοι για όλα τα ζώα.


Έλα όμως που ο Ναπολέων βολεύτηκε στην εξουσία, απέχτησε παραπάνω προνόμια και έκανε τους νόμους όλο και πιο άνισους (υπέρ του «λόμπυ των γουρουνιών», δηλαδή). Σινάμα, κατασυκοφάντησε και εξόρισε τον Χιονόμπαλα, τον έτερο ηγέτη της επανάστασης, ο οποίος ήταν μεν γουρούνι κι αυτός, αλλά μετά το πέρας της επανάστασης, έβλεπε στην νέα εξουσία την αδικία να μεγαλώνει και κατέκρινε τον Ναπολέοντα.

Εν ολίγοις, ο Ναπολέων έστησε με τα υπόλοιπα γουρούνια τη δική του δικτατορία και στο τέλος απέκτησε και ανθρώπινες συνήθειες.

Συνοψίζοντας:

Ο Ναπολέων αρχικά ανήκε στο κατώτερο στρώμα, στερούνταν ελευθερίας και δικαιωμάτων, όμως όταν βολεύτηκε στην εξουσία, εκμεταλλεύτηκε την ανώτερη θέση του και φυσικά περιφρονούσε τα (καινούργια) αιτήματα της υπόλοιπης φάρμας. Έγινε αγρότης στη θέση του αγρότη. Φυσικά, όπως κάθε βολεμένος και πονηρός, διαρκώς μαινόταν για το πόσο πάλευε για την φάρμα και μη τα συζητάς τι φιλολαϊκή πολιτική ασκούσε.

Κάπως έτσι, λοιπόν, είναι και η Κανέλλη, και άπαντες οι κανελλίζοντες και άπασες οι κανελλίζουσες. Αυτή την στιγμή δεν την ενδιαφέρουν τα δικαιώματα των -υπόλοιπων- ομοφυλοφίλων, γιατί η ίδια ως ομοφυλόφιλη, βρήκε τρόπο να ζει ελεύθερα, άρα ποιος χέστηκε για τους υπόλοιπους;


Είναι περίπου αντίστοιχο με το φαινόμενο των δεξιών κυράδων. Λέμε, για παράδειγμα: «πώς γίνεται μία γυναίκα να υποστηρίζει την Δεξιά, η οποία Δεξιά είναι σταθερά κόντρα στα δικαιώματα της γυναίκας και στηρίζει μια πατριαρχική κοινωνία;»

Και λέω «σχεδόν αντίστοιχο», γιατί η δεξιά κυρά(τσα), δεν βρισκόταν ποτέ σε κατώτερο στρώμα. Ήταν πάντοτε βολεμένη, είχε την ελευθερία των επιλογών της ως «αστικιά», άρα δεν την ενδιαφέρει το να διεκδικήσει τα ίδια δικαιώματα για τις υπόλοιπες γυναίκες.

Αυτό, που αποτελεί τροποποίηση του «Συνδρόμου Μπέρκσαϊρ», το ονομάζω «Σύνδρομο της Κυράτσας», όχι με έννοια σεξιστική, μα μόνο για τη χρηστικότητα του όρου.

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Ο «Βασιλιάς» του Γραμματικού (2002) δεν είναι ταινία. Είναι ένας καθρέφτης.

Δεν ξέρω πραγματικά τι να γράψω, ή μάλλον τι να πρωτογράψω, για την ταινία «Ο Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού (2002). Είναι ίσως η πρώτη φορά, και δεν υπερβάλλω καθόλου, που με γαμάει ανάποδα ψυχολογικά μια ταινία.

Σε πέντε γραμμές τα κινηματογραφικά, για να πάω στο ζουμί που μας καίει: ο Γραμματικός υπογράφει χωρίς τρελές σκηνοθετικές πρωτοτυπίες, ένα πίνακα με την πιο αποκρουστική ζωγραφιά, το ανθρώπινο μίσος. Τα πλάνα του είναι πολλές φορές κοντινά και υποκειμενικά, όχι με κάποιο ιδιαίτερο βλέμμα, πάντως με ματιά διαπεραστική και συναισθηματική. Οι ηθοποιοί είναι ένας κι ένας. Έπαθα την πλάκα μου, δεν υπάρχει ούτε μισός κομπάρσος που να μην παίζει καλά. Διαμάντια ο Μουρίκης, η Λαμπροπούλου, ο Χατζησάββας (τι θεός θεέ μου), ο Γιωτόπουλος, ο Ζουγανέλης, η Βαγενά. Σεναριακά είναι 100% πετυχημένο, χωρίς υπερβολές (πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις) και η μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι υ-πο-βλη-τι-κή, πότε με ηλεκτρισμένες λούπες, πότε με μυστήρια λαγούτα, κιθάρες και τρομπέτες.

Μόνο σκηνοθετικά κωλώνει λίγο και δεν πειραματίζεται, αλλά καλύτερα κιόλας, γιατί δεν αποσπάται η προσοχή απ' τον καθρέφτη που υψώνεται μπροστά μας.
(Τελικά βγήκαν 25 γραμμές, δεν πειράζει)

Ο «Βασιλιάς» λοιπόν είναι ένα παραμύθι (χα.. για φαντάσου!) ελληνικότατο, με την πλήρη συνταγή: ξενοφοβία, ρατσισμός, σεξισμός, υποκρισία, ομοφοβία, ψευτιά, απανθρωπιά, διπροσωπία, κακία, μίσος, μικροπρέπεια, μικροψυχία, εχθρότητα, ιδιοτέλεια, συμφέρον, χρηματολαγνεία, μικροαστισμός, μισανθρωπισμός, πονηριά, κουτοπονηριά, ατιμία, επιθετικότητα, ηλιθιότητα, κυρπαντελισμός, βλαχοδημαρχισμός, αρνητισμός, μικροπολιτική, διαφθορά, στενομυαλιά, συντηρητισμός, δολιότητα, αμορφωσιά, αγένεια, αφιλοξενία, ταμπού, καθωσπρεπισμός, φαρισαϊσμός, απαιδευσιά.


Η ιστορία έχει ως εξής: ο Βαγγέλης βγαίνει απ' τη φυλακή όπου βρισκόταν χρόνια για διακίνηση και χρήση ναρκωτικών. Η ζωή του με πάρα πολλά μπλεξίματα και υποθέσεις μισοτελειωμένες, έχει αποφύγει να κάνει φιλίες, ο πατέρας του δεν ζει, κι η (θετή) μάνα του ίσα που τον δέχεται.

Μέχρι που αποφασίζει να την κάνει με ελαφρά απ' την πόλη και να μείνει στην επαρχία, συγκεκριμένα σε ένα κωλοχώρι κάπου στην Αχαΐα, ξεχασμένο από θεό και διάολο. 
Εκεί θα μείνει σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, που είχε φτιάξει και ζούσε ο παππούς του πριν χρόνια.
Φτάνει στο χωριό, βλέπει το σπίτι, αρχίζει να το επισκευάζει και προσπαθεί να προσαρμοστεί.

Η ζωή σε μια κλειστή κοινωνία δεν έχει καμία σχέση με αυτό που φανταζόταν. Οι κάτοικοι τον κοιτούν περίεργα, ο (παραλίγο καλόψυχος) αστυνόμος γυροφέρνει στο σπίτι του και ρωτάει διάφορα, κι αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται ανεπιθύμητος απ' το χωριό. Γιατί; Γιατί έτσι. Γιατί διαταράσσει την χωριάτικη κανονικότητα, χωρίς φυσικά να κάνει τίποτα, αλλά δεν έχει σημασία. Αρκεί που εμφανίστηκε μια ξένη φάτσα.

Δυοτρείς απ' το χωριό του έχουν δείξει κάποια συμπάθεια, αλλά κι αυτή μετρημένη. Με τον καιρό, για διάφορες αφορμές, οι κλίκες του χωριού αρχίζουν και διαμορφώνουν ένα αίσθημα μίσους προς αυτόν, προσπαθούν να τον κάνουν να φύγει. Ύστερα πάει να τον βρει κι η κοπέλα με την οποία ήταν πριν μπει στη φυλακή, και που φυσικά οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Ο Βαγγέλης καταφέρνει να βρει δουλειά σα μάστορας με κάτι Αλβανούς που ήταν στη δούλεψη μερικών μικρογαιοκτημόνων, κι όσο περνάει ο καιρός, βλέπουμε έναν προς έναν ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΕ ΜΙΑ ΚΛΕΙΣΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.

-> Ο βλαχοδήμαρχος που θεωρείται ο "πρώτος του χωριού" και ξαφνικά βλέπει να μετατοπίζεται το ενδιαφέρον σε ένα άλλο πρόσωπο.

-> Αυτός που έχει το καφενείο, καπνίζει πούρο και είναι γενικά πρώτη μούρη. Όλα περνάνε απ' την επίβλέψη του.
-> Ο βλάχος με τον χωριάτικο τσαμπουκά, που επειδή έχει μεγαλύτερο σπίτι απ' τους άλλους, είναι αυτομάτως και σε περίοπτη θέση κοινωνικά.
-> Ο μπάτσος που έχει αποσπαστεί στην επαρχία, προσπαθεί να διατηρήσει τις ισορροπίες, αλλά μη μπορώντας ποτέ να βοηθήσει ουσιαστικά, εξαρτώμενος από οικονομικά μικροσυμφέροντα του χωριού.
-> Η "τρελή" του χωριού.
-> Οι Αλβανοί του χωριού, στη δούλεψη των μπαρμπάδων, τους δανείζει ο ένας στον άλλο σαν μηχανήματα.
-> Οι ίδιοι Αλβανοί που, παρόλο που τους μεταχειρίζονται σαν αντικείμενα, θεωρούν ότι έχουν τουλάχιστον ΚΑΠΟΙΑ θέση ανάμεσα στον κόσμο, και δεν γουστάρουν να μπλέκονται άλλοι στις δουλειές τους.
-> Ο "ήσυχος" του χωριού, που μπορεί να έχει καλή πρόθεση, παρασέρνεται όμως απ' την μισανθρωπιά των υπολοίπων.
-> Ο τσαμπουκάς του χωριού που γουστάρει φασαρίες.

Όλοι αγαπημένοι επιφανειακά, καλοκάγαθοι, όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία και φοράνε τα καλά τους, άνθρωποι εκ πρώτης όψεως συμπαθητικοί. Κι όλοι, όμως, διώχνουν λιγότερο ή περισσότερο τον «κίνδυνο» που λέγεται Βαγγέλης.

Άνθρωποι που ψάχνουν φασαρίες με οτιδήποτε καινούργιο, άνθρωποι που έχουν φτιάξει τις κλίκες τους, άνθρωποι που έχουν στήσει τα κολπάκια τους για να βγάζουν φράγκα παράνομα. Ο Βαγγέλης δε τους ενοχλεί καθόλου. Πήγε κι άρχισε να μαστορεύει το σπίτι του και να φυτεύει τις ντομάτες του σε μια προσπάθεια να κάνει μια άλλη ζωή. 
Αλλά δεν του δίνεται η ευκαιρία.
Διότι, θα σας πω ένα μυστικό: σ' αυτόν τον μικρόκοσμο που οι κομπίνες είναι παντού στημένες κι η φωνή τους κρώζει σκιάζοντας οποιαδήποτε άλλη, η διαφορετικότητα δεν έχει θέση. Πρέπει να φύγει, με το καλό ή με το κακό (μαντέψτε ποιο διαλέγουν συνήθως).

Θα την έλεγα και προφητική αυτή την ταινία. Το σενάριο «μια τεράστια κλίκα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να διώξει απ' τον τόπο της τον Βαγγέλη, έναν διαφορετικό άνθρωπο που δεν πείραξε ποτέ κανέναν» σας θυμίζει, μήπως, τίποτα;

Δεν υπάρχει θέση για την διαφορετικότητα σ' αυτό τον κόσμο. Δεν χωράνε οι Βαγγέληδες σ' αυτό τον κόσμο. Σ' αυτόν το γαμώκοσμο όπου οι κοινωνίες φαίνονται τόσο αγαπημένες, μα στην πραγματικότητα κρύβουν την πιο αηδιαστική και σιχαμερή υποκρισία.
Η πρώτη εικόνα που αντικρύζει κατά την έλευσή του: οι κάτοικοι του χωριού έχουν σκοτώσει έναν λύκο, τον έχουν φορτώσει πάνω σ' ένα αγροτικό και όλα τα αμάξια του χωριού πάνε γύρω γύρω απ' την πλατεία κορνάροντας να γιορτάσουν το κατόρθωμα, ενώ οι υπόλοιποι βλάχοι απ' το καφενείο πετάνε εικοσάρικα πάνω στο πτώμα του λύκου.
Στον λύκο, ρε μαλάκα!
Γιορτάζουνε τα ανθρωπάκια που σκοτώσανε το ζωντανό. Αιτία γιορτής και χαράς, φυσικά.

Και το μίσος υπάρχει απ' το πρώτο βλέμμα. Δεν χρειάζονται αφορμές. «Με αυτόν δεν θα τα πάμε καλά» είναι η πρώτη ατάκα που λέει ο τσαμπουκαλεμένος βρωμόβλαχος, βλέποντας τον Βαγγέλη. Α, τον λένε και αδερφή επειδή έχει μακριά μαλλιά. «Δεν είναι αυτός να μπλέκει μαζί μας.»

Γιατί; Γιατί έτσι, λέμε. Γιατί πιο πολύ απ' τα τριφύλλια και τα χορτάρια στο χωριό, βαθιά ριζωμένα στη γη είναι η ξενοφοβία και το μίσος.
Μίσος, ρε! Ξέρετε τι θα πει μίσος;

Στο έργο αυτό, κανένας χαρακτήρας δεν είναι παραπανίσιος, κανένας δεν είναι υπερβολικός, κανένας δεν είναι άχρηστος. Ένας προς έναν, είναι όλοι τους χαρακτηριστικό δείγμα της διπροσωπίας και της υποκρισίας, της παντοτινής ταυτότητάς μας.

Σφάξαμε τον λύκο, ας σφάξουμε και τον Βαγγέλη, να βάλουμε τα καλά μας να πάμε να ανάψουμε ένα κεράκι στην εκκλησά, σαν καλοκάγαθοι χριστιανοί (γαμώ το χριστό σας).

Ήρθε αυτός και μας αναστάτωσε, ας τον διώξουμε να επιστρέψουμε στην ησυχία μας. 

Ποια ησυχία; Την ήσυχη ρεμούλα, τα παράνομα μπετά, τα ψεύτικα χαμόγελα, τις φτιαχτές φιλίες, τα πισωμαχαιρώματα, το «σπιτάκι μας με τον Αλβανό μας», την κανονικότητα μιας παρηκμασμένης, ξεφτυλισμένης σύμβασης, με φόντο ένα κρυμμένο χωριό, τυλιγμένο στο πράσινο, που έχουμε καταφέρει να φέρουμε στα (απ)ανθρώπινα μέτρα μας. 

Καταφέραμε να εδραιώσουμε την ασχήμια και γουστάρουμε να τη διατηρήσουμε έτσι.


Οι ειρωνείες δίνουν και παίρνουν: η «τρελή» του χωριού, είναι κι η μόνη που ίσως έχει καλή ψυχή. Ξέρετε γιατί την αποκαλούν «τρελή»; Γιατί ήταν μεν διαφορετική, αλλά βρισκόταν από μικρή στο χωριό, άρα να τη διώξουν δε μπορούσαν, άρα βρήκαν ένα τρόπο να την απομονώσουν. Διότι, worry not, η μισανθρωπιά του Ανθρωπάριου βρίσκει λύσεις πάντα (νάναι καλά τα τσιφλίκια μας κι οι συνήθειές μας).


Έτσι όλοι την έχουν κάνει πέρα κι ησύχασαν.

Σ' αυτή την «ησυχία» κρύβεται όλη η κακία. Η ήσυχη κακία, η αιώνια αρρώστια μας.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε πέντε η ώρα το ξημέρωμα, μόλις είχα τελειώσει να βλέπω την ταινία, με το σκεπτικό ότι ήθελα να έχει ακριβώς αποτυπωμένες τις τοτινές μου σκέψεις, μήπως την επομένη, «νηφάλιος», υποστήριζα ότι οι χαρακτήρες είναι συμβολικοί και ότι δεν είναι όντως τόσο υπερβολικά τα πράγματα (γιατί κατά βάθος είμαι κι εγώ μέρος του βόθρου, χωρίς βέβαια να διατηρώ το παραμικρό μίσος προς το διαφορετικό, αλλά μην αλλάζοντας ουσιαστικά και κάτι.)

Λοιπόν, έχει περάσει καιρός και ακόμα πιστεύω όσο τίποτε ότι ΔΕΝ τους έβαλε συμβολικά. Δεν είναι σύμβολα. Είναι η πραγματικότητα.

Η διαφορετικότητα δεν υπάρχει σαν επιλογή. Είναι εγγενής κατάρα και ανείπωτη προσβολή στην ψεύτικη ηθική, τη διπροσωπία και τη σκατοψυχιά -το μαγαζάκι του καθενός.


Το «άλλο», οτιδήποτε κι αν είναι, θα χάσει.

Ο δυνατός είναι Εκείνος. Ο Σκατάνθρωπος.
Ο Σκατάνθρωπος νικάει. 
Πάντα.



Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Μουσικές ταμπέλες και άλλα στερεότυπα.

Τα τελευταία χρόνια, αντιμετωπίζω μια δυσκολία να απαντήσω στην ερώτηση «τι μουσική ακούς;». Ανέκαθεν η απάντησή μου ήταν απλούστατη και απλοϊκότατη: «κλασσικό ροκ». Κλασσικό ροκ έλεγα, και ξεκαθάριζε το τοπίο ρε παιδί μου. Φανταζόταν ο άλλος Μπιτλς, Ντορς, Κουίν, Ντεφ Λέπαρντ και δε συμμαζεύεται. 
Όμως πάντα το έλεγα με ένα δισταγμό, κι αυτό γιατί πάντοτε είχα τα αυτιά μου ανοιχτά και σε άλλα μουσικά είδη, σε μερικά απ' τα οποία αφιέρωνα ώρες και ώρες ακρόασης.
Κάτι μήνες απ' τη ζωή μου τους είχα φάει ακούγοντας κάθε νότα που έχει τραγουδηθεί απ' τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Είχα μια λατρεία ρε παιδί μου. Άλλες απολαμβάνοντας τον Λιστ
Τώρα που το σκέφτομαι, βάλτε αυτό να παίζει όσο θα διαβάζετε, είναι καλό.


Υπάρχει γενικά μια «μάχη» στην ελληνική μουσική σκηνή, μεταξύ των ποιοτικών και των εμπορικών. Των έντεχνων και των σκυλάδων. (Α, να σημειώσω: στην ελληνική σκηνή θα επικεντρωθώ, που τα χαρακτηριστικά της μου είναι πιο γνωστά). Το παράδοξο της παραπάνω μάχης, είναι ότι γίνεται ένα διαχωρισμός έντεχνου και σκυλάδικου, ο οποίος αν και έχει μια πρώτη υφή αντίθεσης, στην ουσία δεν έχει νόημα, αφού δεν είναι το ένα αντίθετο απ' το άλλο. Το αντίστοιχο δίπολο από άποψης ηλιθιότητας θα ήταν: «πατάτες ή πορτατίφ».


Προσέξτε να δείτε.


Το σφάλμα της αναπαραγωγής στερεοτύπων, είναι αποκλειστικά δικό μας: δεν έχομε καταλάβει τι διαχωρίζομε, τι σχολιάζομε, πού αναφερόμαστε, τι λέμε. Βρισκόμαστε σε σύγχυση συνεχώς! Τα μπουρδουκλιάζομε όλα μαζί, και τσουπ! Βγήκε η ατάκα που μας προσδιορίζει: «εγώ δεν ακούω Πάολα και Παντελίδη, ακούω ποιοτικά: Κότσιρα, Αλκίνοο και Χαρούλη».
Οι δύο απόψεις στη μουσική που έχουν πράγματι μια υφή αντίθεσης, και θα άξιζε να μελετήσομε το πώς αντικρούονται, είναι οι εξής: «η μουσική είναι μία» και «δεν είναι όλες οι μουσικές ίδιες».


Κατά το προσφιλές μου συνήθειο, θα προσπαθήσω να την ψάξω αλλιώτικα τη φάση.


Η μουσική είναι μία, πράγματι. Εφτά είναι οι νότες. Εφτά νότες χρησιμοποιεί και ο Στέλιος Μπικάκης, εφτά νότες κι ο Dave Mustaine
Αν είναι έτσι όμως τα πράγματα, πώς γίνεται να υπάρχει το ροκ, το μέταλ, το λαϊκό, το ρεμπέτικο και το δενξερωγωποιό;


Μήπως ο στίχος είναι η λέξη-κλειδί;


Μια αυθόρμητη απάντηση που λαμβάνομε ή γεννάμε, όσο μπαίνομε βαθύτερα σ' αυτόν τον προβληματισμό, είναι ότι: ο στίχος/ο στιχουργός είναι αυτός που ξεχωρίζει το καθένα απ' το άλλο. Πώς θα χρησιμοποιήσομε αυτή τη σκέψη; Υπάρχουν διάφορες απόψεις, θα τις εκθέσω ταξινομώντας τες ανάλογα με το πόσο συχνά τις ακούω:

1. Η αξία του στιχουργού καθορίζεται απ' τον καλλιτέχνη που δίνει το στίχο του.
Ας υποθέσομε λοιπόν ότι ο Λε.Πα που έχει γράψει για την Αλεξίου, τον Μητσιά και τον Διονυσίου είναι ένας ποιοτικός στιχουργός, κι ο Νεκτάριος Μπήτρος που έχει γράψει για την Άντζελα Δημητρίου, τον Ζαφείρη Μελά και τον Sotis Volanis είναι για τον πούτσο. 
Τι γίνεται όμως με στιχουργούς όπως ο Άρης Δαβαράκης, ή ο Βασίλης Γιαννόπουλος, ή ο Νίκος Μωραΐτης, που οι στίχοι τους βρίσκονται συνεχώς στα χείλη μας χωρίς να το παίρνομε χαμπάρι;
Ο πρώτος έχει γράψει για τον Κότσιρα, αλλά και για τον Σάκη Ρουβά, ο δεύτερος για τον Παπακωνσταντίνου αλλά και για τον Πλούταρχο, ο τρίτος για τον Μητροπάνο αλλά και για τον Ησαΐα Ματιάμπα. Now what? Ντάξει, θα μου πεις, υπάρχει κι ο μεγάλος Ζούδιαρης ή ο Γκάτσος που έχουν τραγουδηθεί μόνο από πχιοτικούς. 


Στην τελική, μήπως είναι αφελές να πούμε ότι η αξία του στίχου οφείλεται στην επιλογή του τραγουδιστή;


Διότι, σα τσιγκλίσουμε την παραπάνω προβληματική, θα πρηστεί και θα τουμπανιάσει:
Ο Μάνος Ελευθερίου, είναι ένας στιχουργός-ποιητής με αποδεδειγμένη αξία, που εδώ και 50 χρόνια έχει στήσει μια «αυτοκρατορία» έχοντας γράψει για τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Ξυλούρη, τον Μητροπάνο, τον Καλογιάννη, τον Θηβαίο, τον Μητσιά, την Αλεξίου, τον Τσακνή, τον Λέκκα, τη Γλυκερία, τον Θαλασσινό, τον Μεράντζα, τον Ακατανόμαστο και δεν έχει τελειωμό, εντούτοις τα τελευταία χρόνια έκανε μια ...στροφή και έγραψε τραγούδια για τον Ψινάκη και την Καλλιόπη ανπαςμεάλλη Ζήνα. Μάλιστα, θεωρεί πια τον Πλούταρχο εξαιρετικό, όπως και τον Οικονομόπουλο. Και ναι, μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο που έγραψε πριν 45 χρόνια τα Λόγια και τα Χρόνια και το τραγούδησε ο Αρχάγγελος και σηκώθηκαν οι τρίχες και των αποτριχωμένων. Αυτός λοιπόν, όταν έγραψε για τον Ψινάκη, ξαφνικά έχασε την αξία που είχε όλα αυτά τα χρόνια; Είναι «λιγότερο καλός» τώρα; 


Θα μου πεις είναι περίπτωση αυτός, ξεμωράθηκε, ήθελε λεφτά και δεν ξέρω 'γω τι. 


Και θα σου πω εγώ: ο Σπύρος Γιατράς που έχει γράψει φανταστικά κομμάτια του Στράταρου του Διονυσίου, αλλά και ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών της Πάολας, του Notis Fasistakis και του Κιάμου, τι είναι; Καλός ή κακός;
Μήπως είναι καλός μόνο όταν γράφει για καλλιτέχνες που έχουν αποχτήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ταμπέλα του «μεγάλου, άρχοντα τραγουδιστή», και κακός όταν γράφει για τον Μαζωνάκη;
Επομένως, δε νομίζω οι στιχουργοί να χαρακτηρίζονται απ' τους καλλιτέχνες τους οποίους επιλέγουν να δώσουν τα τραγούδια τους.

2. Η αξία του στιχουργού καθορίζεται απ' το ίδιο το έργο του. Εάν είναι καλοί ή κακοί δηλαδής. (Φανταστείτε ειρωνεία: αυτό που είναι το πιο προφανές, το ακούω λιγότερο απ' το πρώτο!): Και τι κάνει, παππού, έναν στιχουργό καλό ή κακό; Έναν «πχιοτικό» κι έναν μη;



Η αυθόρμητη απάντηση του εμπαθούς θιασώτη των μουσικών ταμπελών θα ήταν η εξής: ο στίχος «έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε / είμαστε, λέει, το παρατράγουδο στα ωραία άσματα» είναι ποιοτικός, ενώ ο στίχος «πέρνα κι εσύ, όπως πέρασαν κι άλλες / πέρνα κι εσύ, κάνε τη ζωή μου σκάλες» είναι μη ποιοτικός. Ας το σκεφτούμε χωρίς τη σύνδεση με τους τάδε τραγουδιστές, είναι λέξεις σε σειρά, από την ίδια τράπεζα λέξεων. 


Δε τα 'γραψε ο Τριπολίτης ελληνικά κι ο Γιατράς στα βουλγάρικα!


Ενδεχομένως μερικές λέξεις όπως «πεμπτουσία», «όνειρο», «άγγελος» να ακούγονται πιο ωραίες, σε σχέση με άλλες όπως «τασάκι», «σκατά» και «λάσπη». Εντούτοις, πέρα απ' το ότι αυτό δεν έχει καμία αξία μιας και βρίθει ηλίθιας υποκειμενικότητας κι αφού φυσικά πάντοτε μετρά ο στόχος του στίχου και πώς λειτουργούν οι λέξεις στην επίτευξή του, μπορούμε ασφαλώς να ειπούμε ότι δεν υπάρχουν εμπορικές και ποιοτικές λέξεις.


Κι επειδή θέλω να σας κουράσω, θα το stretch κι άλλο: Ναι, πουλάκια μου, η εικόνα που δημιουργούμε στο μυαλό μας ακούγοντας ή διαβάζοντας τη λέξη «παράδεισος» είναι σαφώς πιο όμορφη απ' αυτή που δημιουργούμε με τη λέξη «κουράδα», όμως όταν εγώ πάω να γράψω ένα ποίημα, ένα στίχο, ένα κάτι, θα θελήσω να εκφράσω κάτι συγκεκριμένο, ένα συναίσθημα ή μια σκέψη, για το οποίο θα επιστρατεύσω πάλι ένα μέσο συγκεκριμένο (πεσσιμισμός, αισιοδοξία, χαρά, κριτική, ειρωνεία κ.ο.κ), και επιλέγοντας, για παράδειγμα, να γράψω κάτι σατυρικό, μπορεί η λέξη «σκατά» να είναι πιο "χρήσιμη" γι' αυτό που θέλω να πω, και το αισθητικό αποτέλεσμα να βγει πολύ καλύτερο ενώ με μια άλλη λέξη να 'βγαινε πιο ...σκατένιο (!).
Άρα αυτό, σύμφωνα με την παράλογη λογική των "άσχημων και όμορφων λέξεων", θα ήταν ένας λόγος για να χαρακτηριστώ κακός στιχουργός; Κάτι τέτοια λέγανε και για τον Σουρή στην εποχή του, και 160 χρόνια μετά, μας έχει κάνει διπλή προσπέραση και οδεύει για γκολ.


Άσε το άλλο, όταν η ίδια «καλή» λέξη χρησιμοποιείται σε δύο διαφορετικά είδη, τι γίνεται; Π.χ η λέξη «όνειρο» (ε ρε τι πάθαμε):


Όταν ο Αλκίνοος τραγουδάει «θα ξαναρθείς μόλις νυχτώσει / και τ' όνειρο πάλι την αλήθεια θα σώσει» είναι ψαγμένος και ποιοτικός, ενώ όταν η Βίσση τραγουδάει «σ' ένα όνειρο συναντηθήκαμε / μα πες μου πως δεν είναι λάθος, ένα ακόμη λάθος» είναι εμπορικιά και του πεταματού; Το όνειρο του Αλκίνοου είναι ανώτερο απ' το όνειρο του Καρβελίτο;
Ε, δε νομίζω.


Φυσικά θα μου πεις το ψειρίζεις πάρα πολύ, δεν είπε κανείς ότι συγκεκριμένες λέξεις είναι ωραίες και άλλες άσχημες, κι ότι ο Θανάσης που χρησιμοποιεί τη λέξη «κεχριμπάρι» είναι καλύτερος απ' τον Βέρτη που δε τη χρησιμοποιεί. Το ξέρω ότι το ψειρίζω πολύ, εξεπίτηδες το κάνω.


Μια άλλη άποψη που θα μπορούσαμε να πιάσομε στο θέμα του στίχου, και που θα είχε πιο πολύ νόημα απ' την παραπάνω, είναι ότι: δεν είναι οι λέξεις καθαυτές που κάνουν κάτι διαφορετικό απ' το άλλο, αλλά το στυλ όλου του στίχου.
Δηλαδή ότι ένα «καψούρικο» είναι χαμηλής ποιότητας, ενώ ένα που μιλάει για τη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας είναι υψηλής. Κάτσε ρε κοπελιά, ο Καρράς δηλαδή δεν δικαιούται να τραγουδήσει κάτι για την παιδική του ηλικία, επειδή τραγουδάει συνέχεια καψουρομαλακίες;
Και δηλαδή, με αυτή τη λογική, θα πρέπει να υπάρχει μια ταξινόμηση στα θέματα για τα οποία θα επιλέξεις να γράψεις; Θέματα ποιοτικά και θέματα χωρίς ποιότητα; Π.χ να αξιολογούνται κάπως έτσι από το χειρότερο στο καλύτερο:
5. Καψούρα
4. Χωρισμός
3. Έρωτας
2. Θάνατος
1. Όνειρα
Άντε βγάλε άκρη. Ο μόνος που θα συμφωνήσει με αυτή την ταξινόμηση θα 'σαι εσύ.


De facto δε γίνεται να υπάρξει ευρεία συμφωνία για το ποιο θέμα είναι πιο ποιοτικό απ' το άλλο. Στο κάτω κάτω, η ποιότητα δεν είναι αυτόνομη έννοια που σημαίνει το ίδιο πράγμα και out of context, είναι πάντοτε σχεσιακή!
Και φυσικά έχει πολλή περισσότερη ποιότητα, ή μάλλον έχει ποιότητα η Αγάπη του Καρυωτάκη απ' το Στήθος ή Μπούτι της Πέπης Τσεσμελή. (btw στο βιντεοκλίπ παίζει ο αδερφός του Μπουμπούκου)
Δεν το συζητάμε αυτό. Και σε γενικές γραμμές, σε μια εποχή που έχει χαρακτηριστεί από την ευρεία δημιουργία πεταμένων καψουροτίποτα, το να βγαίνει ο Θανάσης και να γράφει για τον Χομαγιούν και τον Βακάρ, δυο Πακιστανούς που προσπαθώντας να απεγκλωβίσουν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που είχε σκοντάψει στις ράγες του τρένου, βρήκαν γρήγορο και άδικο θάνατο, εξυμνώντας έτσι αυτούς τους δύο ήρωες που χάρισαν τη ζωή τους, σε μια πράξη ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑΣ, είναι κάτι το αφυπνιστικό. 
Κάτι το ξεχωριστό. Κάτι το βεβαίως ποιοτικό. Τέλος πάντων, εδώ είναι, κάντε ένα πωζ στον Λιστ, κι ακούστε το να καυλώσετε.


Αν συνεχίσομε να σκεφτόμαστε ότι τα φταίει ο στίχος, θα πρέπει να το πάμε πολύ πίσω, στον άξονα της θεματολογίας του στιχουργού. Ο Έρωτας π.χ, θα είναι πάντα ένα όμορφο θέμα για το οποίο θα νιώθομε την ανάγκη να γράψομε και να τραγουδήσομε κάτι. 


Κι η καψούρα, δηλαδή η επιθυμία του άλλου, σε συνδυασμό με τον πόνο που μπορείς να λάβεις έχοντας απορριφθεί απ' τον άλλο ή αντίθετα την εκπλήρωση της επιθυμίας, θα αποτελούν πάντα θέματα απ' την καθημερινή ζωή, για τα οποία πάντα θα εκφράζομε τα συναισθήματά μας.
Αδιαμφισβήτητο είναι ότι τίθεται πάντοτε το θέμα της καλογουστιάς ή της προχειρότητας, η οποία όμως και πάλι είναι υποκειμενική: για μένα δηλαδής, όταν ο Λουδοβίκος των Ανωγείων γράφει για τον Έρωτα, έχομε να κάνομε με ένα μουσικό τιμαλφές! Αντιθέτως, όταν γράφει ο Παντέλας, νιώθω την ανάγκη να ξεράσω απ' τα μάτια, και ο εμετός μου να κάνει κι αυτός εμετό. Μα ο έμετος δεν είναι λόγω "πρόχειρου" στίχου. Τσέκαρε:
Οι ρεμπέτες πριν 95 χρόνια, γράφανε για τη μαστούρα, τον αργιλέ, την καψούρα, τη φυλακή, τους διωγμούς κλπ, με ένα πολύ άμεσο τρόπο. Και  βεβαίως, αυτή η αμεσότητα δεν τους έκανε υποδεέστερους από κάτι ποιητές που λέγανε για λιβάδια, παραδείσους και ναζεικανειςηναμηζεί. Αλίμονο αν καταντήσομε να θεωρούμε την αμεσότητα ενός τραγουδιού «τετριμμένη» επειδή δεν απορρέει ψαγμενιά (που, η ειρωνεία είναι ότι όσοι τη βιάζουν για να βγει, καταλήγουν σε κάτι τέτοιες σάχλες).

Περνάω απ' την άλλη μεριά, να κάνω το δικηγόρο του διάολα: δεν ισχυρίζεται κανείς ότι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί στιχουργοί: 


Η διαφορά μεταξύ αυτών που κάνανε καριέρα γράφοντας σε 5 λεπτά λέξεις που κάνουν ομοιοκαταληξία μεταξύ τους ή πρήζοντάς μας το πουλί με τα ίδια και τα ίδια, και αυτών που κάτσανε και ασχολήθηκαν να καταπιαστούν με κάποιο θέμα με τρόπο όχι συνηθισμένο και βαρετό αλλά δημιουργικό και ταξιδιάρικο, και βγάλανε αριστουργήματα, είναι και θα είναι πάντα διακριτή.


Να δεις που τελικά η μουσική τα φταίει!


Ας υποθέσομε όμως ότι δε φταίει ο στίχος για τον διαχωρισμό, κι ότι φταίει η μουσική, η μελωδία.
Εδώ κι αν έχει ψωμί το πράμα.


Ότι ένα τσιφτετέλι δηλαδή, είναι κατώτερο από μια ροκ μπαλάντα. Το ένα ανήκει στις «εμπορευματοποιημένες μπούρδες» ενώ το άλλο στα «μελωδικά αριστουργήματα».


Ain't that a huge pile o' crap, or what? Δηλαδή η Βιτάλη που τραγούδαγε τσιφτετέλια είναι σκυλού ενώ η Αλίκη Καγιαλόγλου είναι ποιοτικιά; Guess what: η Βιτάλη γαμάει, κι η Καγιαλόγλου σπέρνει. Και γιατί δηλαδή το τσιφτετέλι να είναι υποδεέστερο;
Γιατί στοχεύει στην διασκέδαση και μόνο, θα μου πεις. Ενώ η μπαλάντα με τον ήσυχο ρυθμό της θα σε κάνει να δώσεις περισσότερη έμφαση στο στίχο, να ηρεμήσεις, να φιλοσοφήσεις, να κατουρήσεις. Ναι αλλά ο άνθρωπος δεν είναι οντότητα που έχει μόνο μια ανάγκη, το να ηρεμεί πχ. Έχομε ανάγκη να διασκεδάζομε, να χορέψομε, να ερωτευτούμε, να διαμαρτυρηθούμε, να βρίσομε, να να να... Και επίσης αυτό που θα μπορούσε κάποιος να πει, ότι δηλαδή ένα τσιφτετέλι εκ των πραγμάτων έχει και στίχο για πέταμα, δεν ισχύει με κανένα αηγεράσιμο.
Αν και αυτό είναι, πάλι, εντελώς υποκειμενικό. Για μένα το άμεσο και αληθινό «Μην περιμένεις πια» του Καλδάρα, πιο ωραίο στίχο έχει απ' το πομπώδες και επιτηδευμένο «Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» των Πυξ Κλαψ. Τσιφτετέλι - μπαλάντα, σημειώσατε 1.


Κι απ' την άλλη, υπάρχει και το άλλο το αξιοπερίεργο: τα ντιριντάχτα της Φουρέιρας δε σ' αρέσουν, αλλά τα ντιριντάχτα της Μελίνας Κανά σ' αρέσουν!


Δεν είναι όμως το ίδιο ντιριντάχτα; 
«Άντε βρε γελοίε που θα βγάλεις ίδια την Μελινάρα με τη Φουρέιρα». Ναι ντάξει μαζί σου.
Κι εγώ κατουράω Φουρέιρα αβέρτα, και αγαπώ την Κανά όσο δεν πάει, αλλά στην αποδόμηση των στερεότυπων πρέπει να 'χομε μια ορθολογικότητα, γκαντ ντέμεντ. 
Ειδικά στα ζεϊμπέκικα να δεις τι γίνεται. Και ο Άσιμος και ο Οικονομόπουλος σε 9/8 τραγούδησαν, άρα μάλλον δεν είναι η μουσική καθαυτή που κάνει κάτι πιο ποιοτικό ή πιο καλόγουστο απ' το άλλο. (Ντάξει για το τελευταίο παράδειγμα άνετα μου καίνε το σπίτι αλλά δεν πειράζει, βίβερε περικωλοσαμέντε.)


Πάντως, το ότι υπάρχουν είδη μουσικής δεν (θα 'πρεπε να) τίθεται υπό αμφισβήτηση.


Όπως και να το κάνομε, άλλο πράμα η PJ Harvey, άλλο οι Cradle of Filth, άλλο ο Hardwell, και άλλο ο Γιοβάν Τσαούς
Όλοι, θαρρώ, μπορούμε να αντιληφθούμε τη διαφορά του ήχου του καθενός. Και απ' αυτή τη γενική κι αυθόρμητη διαπίστωση, αν εμβαθύνομε, θα δούμε την τεράστια σημασία της ενορχήστρωσης ενός τραγουδιού.
Ντάξει, έχεις γράψει τις νοτούλες σου, ξέρεις πάνω κάτω αν θα 'ναι αργό ή γρήγορο, αλλά δεν έχει ενταχθεί ακόμα κάπου, πριν το ενορχηστρώσεις. Οι ίδιοι στίχοι του Αλκαίου στο Πόρτο Ρίκο, αν είχαν ενορχηστρωθεί διαφορετικά, θα μπορούσαν να ήταν ένα υπέροχο ζεϊμπέκικο! 
Τα μουσικά όργανα που θα χρησιμοποιηθούν είναι το κλου της υπόθεσης. Γι' αυτό το ροκ έχει τις ηλεκτρικές κιθάρες, το μέταλ τα έντονα drums σε συνδυασμό με τις ηλ. κιθάρες, το λαϊκό έχει το μπουζούκι του και πάει λέγοντας. Όμως, είναι η ενορχήστρωση «ικανή» να χαρακτηρίσει ένα τραγούδι ως ποιοτικό ή μη ποιοτικό; Όχι, φυσικά. Γιατί δεν είναι αυτή η δουλειά της, αλλά να δώσει στο τραγούδι ένα συγκεκριμένο στυλ! Και προφανώς δεν υπάρχουν όργανα υποδεέστερα από άλλα!
Ο μπαγλαμάς ήταν ..ελαφρολαϊκός όταν τον έπαιζε (no pun intended) ο Ρέμος, αλλά σαν τον έπιασε (again) ο Αγγελάκας, εξωραΐστηκε;


Τέλος πάντων, να πω και το άλλο: εγώ το 2014 μπορεί να το θεώρησα μια μουσική εποχή στην οποία άνθισε το κλαψομουνοτράγουδο. Να παιζόταν όλη μέρα ένας ίδιος ήχος ας πούμε, και να 'χα μπουχτίσει. Και απ' αυτή την ιδέα, αν άκουγα το «καινούργιο ανεπανάληπτο τραγούδι του Καρρά», να έλεγα ότι πρόκειται για μη ποιοτικό άσμα και να το απέρριπτα. Ιδίως αν λάμβανα υπόψη ότι μόνο τέτοια βγάζει.


Όμως, ο Χ μπορεί να σκεφτόταν ότι το 2014 δεν ήταν τόσο μεγάλη η παραγωγή καρρατράγουδων (κλεμμένος ο όρος), και άρα το τάδε καινούργιο κλαψοκαψούρικο να άξιζε!


Κι απ' αυτό θέλω να οδηγηθώ σε ένα αυτόματο συμπέρασμα: ο χαρακτηρισμός «ποιοτικό» για ένα τραγούδι, φυσικά διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έχει άμεση σχέση με την μουσική παιδεία του, την εποχή στην οποία μεγάλωσε, είναι, γενικώς, θέμα γούστου! Ο νεοελληνάρας όμως, μπερδεύει το δικό του γούστο με την καθολική αξία, που είναι βέβαια η μόνη που είναι αλήθεια, γι' αυτό και είναι αδύνατο να τη βρούμε και να πούμε με ασφάλεια ότι «αυτό είναι χάλια κι αυτό ωραίο». Θα μπορούσα να γράψω διαφορετικά το κείμενο, να το πιάσω καντιανά το πράμα και να δώσω την απάντηση που χρειάζεστε σε πέντε αράδες, αλλά όχι. Έρπω χαμαί.


Να γυρίσω στο προηγούμενο ύφος μου, λοιπόν.


Πλησιάζοντας την αλήθεια...


Κάτι που συχνά ακούω πάνω σ' αυτό το θέμα, και θεωρώ ότι είναι πιο κοντινό στο ρίαλ σιτσουέησο, είναι το πού τραγουδάει ο καθένας. Τι κοινό έχει και πού εμφανίζεται.
Με αυτή τη λογική, έχομε το δίπολο: Μπουζούκια - Μουσική Σκηνή.
Στα μπουζούκια βρίσκονται οι αυτοπάρακτοι αυτοσεισίφαλλοι, οι της χειραντλήσεως βλιτομάμες και της αυτορρύτου βαρβαρεγχύσεως (σχωρήστε με διάβαζα Ζουράρι πριν), και στις μουσικές σκηνές οι ψαγμένοι ποιοτικοί. 
Μπουζουξού η Πάολα, πχιοτικός ο Μαχαιρίτσας.
Χμ, λανθασμένοι οι χαρακτηρισμοί, αλλά σε γενικές γραμμές έχει μια βάση. Τα μπουζούκια είναι ένας χώρος που αποσκοπεί κατ' εξοχήν στην εύκολη διασκέδαση και μόνο. 
Δεν θα πάει κάποιος δηλαδή στα μπουζούκια για να ακούσει μελοποιημένη ποίηση, αυτό είναι το μόνο σίγουρο!
Ο τόπος που εμφανίζεται κάποιος, από μόνος του δε μας λέει τίποτα. 
Σάμπως η Βιτάλη κι ο Μάλαμας, σε σκυλάδικα δεν τραγουδούσαν χρόνια ολόκληρα;
Ποιοτικοί όμως θεωρούνται!
Αλλά ο τόπος, σε συνδυασμό με το είδος των παραστάσεων που φιλοξενεί, την μουσική παιδεία του κοινού που τις παρακολουθεί και εν τέλει, ο σκοπός που εξυπηρετεί κι ο στόχος που έχει ως προς αυτούς στους οποίους απευθύνεται, κάνει ένα μεγάλο μπουμ στο ζήτημα των διαφορών.
Κι ο Παπακωνσταντίνου, κι η Αρβανιτάκη, κι ο Κιάμος και η Στέλλα η Καλλή, διασκεδαστές είναι. Αλλά δεν είναι όλοι ίδιου τύπου διασκεδαστές, πώς να το κάνομε;
Και ξέρεις που διαφέρουν τελικά;


Το λάιφσταϊλ το άτιμο...


Ααακριβώς. Το λάιφσταϊλ. Όσο κι αν προσπαθούμε να πείσομε τους πάντες ότι «όλοι είναι το ίδιο, μουσική κι ο ένας μουσική κι ο άλλος», πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα μας κοιτούν λες κι είμαστε εξωγήινοι, και θα μας πετροβολούν σαν βέβηλους. 
Και καλά θα κάνουν.

Γιατί, το λάιφσταϊλ είναι τελικά η λέξη κλειδί! Και σόρρυ που το λέω, θα 'θελα έναν ελληνικό όρο, αλλά είναι σποτ ον, τα περιγράφει όλα. Απ' το πιο σημαντικό, το πόση διάρκεια έχει ο καλλιτέχνης (τεράστιο αξιακό κριτήριο), στον τρόπο ζωής, τον τρόπο επικοινωνίας και τη σχέση με το κοινό, το πού στοχεύει ο καθένας με τη μουσική του, τι λέει με τα τραγούδια του, τι λέει με τη στάση του κοινωνικά (αυτό θα το αναλύσω σε άλλο κείμενο, αλλά είναι σημαντικό να αναφερθεί).

Για παράδειγμα, όταν ακούω τον Καζούλη να τραγουδάει μουσικές και στίχους του, είμαι σε θέση να καταλάβω πού στοχεύει, και να τον αναγνωρίσω ως τίμιο καλλιτέχνη, που αγαπάει αυτό που κάνει, έχει ένα ευαίσθητο ήχο, σε ψυχαγωγεί ταξιδεύοντάς σε, με ένα ακραιφνές συναίσθημα που σε αγγίζει.
Άλλος μπορεί να πει ότι τον κοιμίζει, ότι ο στίχος του δεν είναι κάτι το σπουδαίο, αλλά κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τούτο: ότι δεν ακολούθησε την εύκολη λύση αλλά βγήκε σε μια σκυλοεποχή, και επιμένοντας στις ήσυχες μπαλάντες ακούστηκε και ευαισθητοποίησε ούρμπι ετ όρμπι. Ότι χωρίς φανφάρες, χωρίς περσόνες, χωρίς σόου, χωρίς τίποτα, εξέφρασε τις σκέψεις του, τις έντυσε με πολύ όμορφες και «σιγανές» μελωδίες και αφύπνησε το συναίσθημα, που πολλοί από μας κρύβομε πίσω από σκληρά και δήθεν προσωπεία (γαμώτιςμάσκεςμαςγαμώ). Και δικαίως, έμεινε :)
Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι εκ των πραγμάτων πολύ μεγαλύτερη αξία έχει ένας δημιουργός παρά ένας ερμηνευτής. Όχι ότι ο ερμηνευτής δε νιώθει αυτά που τραγουδάει, αλλά εκείνος που αποτυπώνει τη σκέψη του στο χαρτί, διαλέγει πώς θα της δώσει μουσική, και την τραγουδά όπως εκείνος νιώθει, είναι ρε παιδί μου κάτι ιερό.
Χωρίς βέβαια να αποκλείω καλλιτέχνες με καλή φωνή που μπορούν να απογειώσουν και να μαγέψουν το κάθε τι!

Θα μου πεις η αγαπημένη σου ελληνική φωνή είναι ο Κότσιρας, που ως επί το πλείστον άλλοι του γράφουν μουσικές και λόγια. Ή ότι σ' αυτό το παράδειγμα, υπάρχει κι ένας Παντελίδης ή ένας Βέρτης, που πάλι μόνοι τους τις γράφουνε και τις τραγουδάνε.
Ε, γι' αυτό το επιχείρημα, είναι αναγκαία μια διευκρίνηση του όρου «εμπορικός» και «ποιοτικός». Καταρχάς, ας πούμε το προφανές: όσο κι αν παρουσιάζονται ως αντίθετες έννοιες, δεν είναι. Το εμπορικός αναφέρεται σε άλλο πράγμα, το ποιοτικός σε άλλο.
Ένας ποιοτικός μπορεί να είναι και εμπορικός, και τανάπαλιν.

Όταν ξεκινάει κάποιος στη μουσική, προφανώς και έχει μια αγάπη γι' αυτή, ή ακόμη πιο πολύ, την ανάγκη να τραγουδήσει! 
Εντούτοις, υπάρχουν πολλοί τραγουδιάρηδες και μουσικάντηδες, που όταν μυριστούν ότι η μπίζνα αυτή έχει φράγκα, σου λέει ας γράψω πεντεδέκα παπαρίτσες, να τις βάλω σε ένα δίσκο, να κάνω και τις καλοκαιρινές μου αρπαχτές, μπας και τελειώσω την πισίνα που την έχω στα μπετά.
Εκεί είναι που αναφερόμαστε σε «εύκολα» τραγούδια, τραγούδια δηλαδή που δε φτιάχτηκαν ως ανάγκη ενός ανθρώπου να εκφραστεί, αλλά να πλουτίσει. 
Κι επειδή ο μέσος ακροατής δεν έχει και πολύ υψηλά στάνταρ, είναι σίγουρο ότι θα τα ακούσει και θα πλερώκει. Πλέον υπάρχει το youtube βέβαια, αλλά στατιστικά τα ίδια σκατά επικρατούν κι εκεί: 10 εκατομμύρια views οι Vegas, 10 χιλιάδες views η Μαρία Δημητριάδη.
«Έλα μωρέ, Δημητριάδη θα ακούμε λες και είμαστε τίποτα 95χρονοι;» 
Κούνια που σας κούναγε, λέω 'γω.

Τέλος πάντων, πού είχα μείνει;
Εύκολα εμπορικό, είναι κάτι που καταναλώνεται εύκολα και διαρκεί λίγο. Είναι δημιούργημα του εύκολου και πρόχειρου λάιφσταϊλ, που θέλει να σκαρφαλώσει στα τσαρτ και στα κλαμπάκια για δυο μήνες και μετά να δώσει τη θέση του σε άλλο. Τα μεγάλα τραγούδια δεν είναι έτσι. Ποιοτικό και εμπορικό μαζί, μπορεί να είναι κάτι; Μα αυτό λέω εδώ και δυο ώρες: ΦΥΣΙΚΑ. Ενδεχομένως να χρειαστεί μεγαλύτερο βάθος χρόνου για να αφομοιωθεί με το κοινό και να αγαπηθεί. 
Αλλά μην ανησυχείτε, φέλοου προλετάριανς: το πλέρωμα του χρόνου θα είναι στεγνό και στυγνό: το καινούργιο του Πλούταρχου θα κάνει 5 εκατομμύρια views στα μπαμ και θα εξαφανιστεί σε δυο μήνες, ενώ η Ανδρομέδα που της πήρε 6 (γιουτουμπικά) χρόνια για 1+ εκατομμύριο views, τραγουδιέται και δείχνει ακόμα τη δυνατότητα ενός άλλου, ιδιαίτερου δρόμου στη μουσική.
Είναι και διαφορετικό κοινό βέβαια: πολύ μικρότερο του Θανάση, αρκετά μεγαλύτερο του κλαψομούνη. Ευτυχώς είναι και μια Βελεσιώτου που ακούγεται παντού και είναι και γαμώ: αντίποινα στις σαχλαμάρες που παίζουν ολούθε.

Ξέφυγα πάλι. Για να γυρίσω σ' αυτό που έλεγα, ο Παντέλας γράφει μεν δικές του μουσικές, αλλά με τη λογική ότι «έγραψα για την πρώην μου μία φορά, με λατρέψανε. Έγραψα δεύτερη φορά, πάλι με λατρέψανε. Έγραψα τρίτη φορά, κοντέψανε να με θάψουνε στα γαρύφαλλα (αμήν και πότε), ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, άρα ας γράψω όσες παπαριές μπορώ, να γεμίσω και το Τεάτρο, να πάρω και τα φράγκα μου». 
Εκεί είναι το λάιφσταϊλ με λίγα λόγια!

Βεβαίως, η ίδια φραγκομπίζνα μπορεί να συμβεί και στους λεγόμενους «ποιοτικούς-έντεχνους». Να, οι Πυξ Λαξ για παράδειγμα: «γράψαμε ένα ακαταλαβίστικο και του βάλαμε 4 συγχορδίες, μας λάτρεψαν. Γράψαμε άλλο ένα ακαταλαβίστικο με πανεύκολη μουσική, πάλι μας λάτρεψαν. εδώ είμαστε λοιπόν!». 
Ας κάνομε και 125 ..τελευταίες συναυλίες να τ' αρπάξομε απ' όπου μπορούμε.

Ειδικά στο χιπ-χοπ να δεις τι γίνεται, που παίζει και η «αντεργκραουντίλα» έναντι της «εμπορικίλας» σε πιο σκληρά ρινγκ, και με πιο αιμοδιψές κοινό!
Προσωπικά, θεωρώ τους FFC θρύλους, αλλά λατρεύω και τους εμπορικούς για σένα Ημισκούμπριους!
Και οι Goin' through μ' άρεσαν στα πρώτα τους χρόνια, γιατί είχαν κάτι να πουν, και δεν ήταν για να παίζει το πουλί του ο Βουρλιώτης με σουξεδάκια.

«Όλο το πας από 'δω κι από 'κει. Τελικά εσύ πώς θεωρείς ότι πρέπει να το βλέπομε το πράμα;»
Λοιπόν, η Ματούλα Ζαμάνη λέει ότι η μουσική είναι μία. Σα να λέμε, τι Φοίβος τι Χατζιδάκις, το ίδιο και το αυτό. Γι' αυτό και στις συναυλίες της, μετά το «Έρημα Κορμιά», ρίχνει κι ένα «Να τη χαίρεσαι την καινούργια σου αγάπη». Ε, κακές οι ταμπέλες, δε λέω, αλλά μη το παραχέσομε κιόλας.
«Τι εννοείς να μη το παραχέσομε; Εσύ τόση ώρα δε μας πρήζεις ότι δε πρέπει να θεωρούμε κάτι κατώτερο του άλλου;». 

Τιμημένε ιντερνετικέ περπατητή, φόρα την ξεφτισμένη σου περιβολή, κι άσε με να γίνω ο γκοτάμα σου. Το μυστικό της ζωής είναι: εκλεκτικισμός! Άκου ν' ακούσεις και τσιλιάρισε να δεις. Το αν θα ακούσομε εύκολα ή ριζιμιά τραγούδια (που κατέχουν δηλαδή μια κοινωνική και μουσική εμβρίθεια), είναι δική μας επιλογή.
Μπορεί να μη θέλομε να το κουράσομε πολύ το ρημάδι μας ακούγοντας Νίκο Ξυδάκη, αλλά να επιλέξομε τα ..εύπεπτα! Όχι τα άσματα περιωπής, αλλά τα περιντροπής.

Όμως, απ' τη στιγμή που νιώσομε κάποια στιγμή την ανάγκη να ξεκαλουπώσουμε απ' την μουσική μας λακκούβα και ν' ανοίξουμε τ' αφεστώτα ώτα μας σε άλλους ήχους και στίχους, θα έρθομε αντιμέτωποι με το φαινόμενο του εκλεκτικισμού: δηλαδή να επιλέγομε απ' το ένα κι απ' το άλλο «στρατόπεδο», ό,τι ηχεί πιο αληθινό.
Γι' αυτό εγώ παρόλο που ανήκω στο λεγόμενο «έντεχνο στρατόπεδο», λατρεύω το Νατασσάκι. Είναι στο σκυλολάιφσταϊλ που μισώ, αλλά θεωρώ τη φωνή της άψογη από άποψη αμεσότητας και τεχνικής αρτιότητας.

Έχει ό,τι ζητώ να ακούσω σε μια γυναικεία φωνή: θηλυκότητα, δύναμη, καλόγουστο βιμπράτο κι όταν την ακούω να τραγουδάει κάτι τέτοια, πωρώνομαι.
Όπως ακριβώς παθαίνω και με την μεγάλη λατρεία μου, την Ρίτα Αντωνοπούλου, αλλά σε άλλη φάση φυσικά, και με άλλο μουσικό «συλλογισμό». Προσωπικά δίνω μεγάλη σημασία στη φωνή, αυτό είναι δικό μου κατσαβέτι, ενδεχομένως κάποιος άλλος πχιοτικός να κάνει μια μπουζουξίδικη «ατασθαλία» βασιζόμενος στο πόσο «παλικάρι» είναι ένας αυτού του είδους, κι όχι τόσο στη φωνή.
Πώς να το πω. Λέμε ρε παιδί μου, ο Καζαντζίδης κι ο Μπιθικώτσης είναι άρχοντες, θεωρούνται γίγαντες αυτής που ονομάζουμε αληθινή μουσική, παρόλο που δε τραγουδούσανε στο ...Μέγαρο!

Μάι πόιντ ιζ, πρέπει να βλέπομε τα πρόσωπα, τους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες ξεχωριστά, κι όχι τις ταμπέλες που άλλοι έχουν θέσει, μπλέκοντας ό,τι να 'ναι πράγματα, και διαμορφώνοντας ψεύτικα διλήμματα! Να αποφεύγουμε τις γενικεύσεις. Να μην είμαστε κομπλεξάρες.
Για να μην πω και το κλασσικό περί έντεχνου και άτεχνου.

Γενικά το μουσικό είδος δεν είναι το ίδιο με τη μουσική ταμπέλα.
Και πολλοί όροι με τους οποίους χαρακτηρίζομε μια μουσική, είναι εντελώς ασαφείς: 
ροκ, έντεχνο, σκυλάδικο. Τι είναι ροκ, τι είναι έντεχνο, και τι είναι σκυλάδικο;

Και ο «ροκάς» ή ο «μεταλάς» ποιος είναι;
1. αυτός που έχει φορέσει μουσικές παρωπίδες αρνούμενος να ακούσει οτιδήποτε άλλο; ή
2. αυτός που έψαξε κι άλλους ήχους αλλά πραγματικά προτιμάει το ριφφάκι μιας ηλεκτρικής κιθάρας και τη φωνή του Billy Gibbons, ή το γρύλισμα του Mike Disalvo;
Σε μια συντριπτική και σινάμα απογοητευτική πλειοψηφία, ο πρώτος, δηλαδή ο βλάκας, είναι αυτός που θα μας πρήξει με το πόσο μεταλάς είναι. Χρυσό βραβείο κόμπλεξ και έλλειψης μουσικής παιδείας.

Σ' όσους ακόμη με πάθος υπεραμύνονται του ευτελούς και παραπλανητικού διαχωρισμού «ποιοτικοί» και «εμπορικοί», θέτω το κάτωθι κουίζ.
Σε ποια απ' τις δύο κατηγορίες βάζετε τους: 
Έβαλα συγκεκριμένα κομμάτια του καθενός, για να δείτε ότι οι «εμπορικοί» τραγουδάνε «ποιοτικούς», οι μεν γράφουνε στους δε κι οι δε στους μεν.
(Το ρεμπέτικο και τα παραδοσιακά btw, πού ανήκουν; Ή τα ελαφρολαϊκά του Μάνου;)

Άρα, δεν υπάρχουν εμπορικοί και ποιοτικοί, έντεχνοι και άτεχνοι.
Αδέρφια, αλήτες πουλιά, ήρθε η ώρα να ξεκολλήσομε απ' τις ταμπέλες. Μπορεί κάτι που απορρίπταμε μέχρι τώρα, να μας εντυπωσιάσει και να μας εισάγει σε ένα καινούργιο μουσικό κόσμο. 

Κοιτάμε τα πρόσωπα και το πόσο αληθινός είναι ο καθένας, κι αν εμείς οι εντεχνοάπλυτοι ακούσομε μια φορά Θεοφάνους και μας αρέσει, να μη κάνομε την πάπια, αλλά να βγούμε να το φωνάξομε και να κάψουμε και τα σουτιέν της διπλανής μας, εξιλεωμένοι που βγήκαμε απ' την ντουλάπα (πάλι no pun intended).
Να απορρίψομε τον Πλούταρχο και τη Βανδή και το Χατζηγιάννη ξέρω 'γω, όχι επειδή έχουν την ταμπέλα του «εμπορικού», αλλά λέγοντας: δε μ' αρέσει, γιατί έχει σκατά φωνή, γιατί έχει σκατά κοινό, γιατί έχει ηλίθια μουσική, γιατί, γιατί, γιατί. Ή, ακόμη καλύτερα: να μην πούμε πως δε μας αρέσει γενικά η Βανδή, αλλά πως δε μας αρέσει το χ, το ψ ή το ω κομμάτι της, αιτιολογώντας το.

Πιστεύω ότι τώρα που τελειώσατε αυτό το κουραστικό κείμενο, θα έχει τελειώσει το κομμάτι που βάλαμε στην αρχή, άρα ας κλείσομε με κάτι εξίσου όμορφο:

Ποίηση Νίκου Καββαδία, μελοποίηση Ξέμπαρκων
 (Νότης Χασάπης, Ηλίας Αριώτης) | 1986

Αν με ξαναρωτήσετε, επομένως, τι μουσική ακούω, θα σας απαντήσω:
ό,τι μου ακούγεται καλόγουστο και μπορεί να μου χαρίσει μερικά λεπτά ταξιδιού :)

Υ.Γ Ένας καλός μου φίλος που διάβασε το κείμενο αυτό, ένα άτομο με ασίγαστη ανάγκη για δημιουργική σκέψη πάνω στο κάθε ζήτημα, μου έστειλε το δικό του σχόλιο και χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισα να το συμπεριλάβω στο κείμενο, γιατί εισήγαγε ένα σημαντικότατο στοιχείο που, κατά κάποιο τρόπο «λύνει το κουβάρι»: την επικοινωνία του καλλιτέχνη με τις ρίζες! Κατόπιν αυτού, ανακύπτουν έτερα δρομάκια προς την Αλήθεια, που δεν τα σκέφτηκα και δεν τα ανέφερα. Το σχόλιο είπα ότι θα το βάλω σαν κείμενο, στο τέλος του δικού μου, όμως επειδή έχει μια έκταση κι επειδή αγγίζει το θέμα από διαφορετικές οπτικές, μπορείτε να το απολαύσετε πατώντας εδώ.

Σ' ευχαριστώ πολύ Δημήτρη!

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Βία, ένοπλος αγώνας, και στο βάθος η γριά Δικαιοσύνη.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Το παρακάτω ανάγνωσμα είναι ένα κράμα
συνειρμικής γραφής, ανοργάνωτου λόγου,
ρητορικού αυταρχισμού και περιστασιακών μπινελικίων.
Διαβάστε με ανευθυνότητα.


Στο παρόν κείμενο, θα προσπαθήσω να μιλήσω για τις έννοιες βία και ένοπλος αγώνας, και να σχολιάσω το πώς ο κοινωνικός στόχος κάθε σώφρονος ατόμου (επιβάλλεται να) είναι η απόδοση του Δικαίου.


Θα αναρωτηθώ τα εξής:


  • Τι περιεχόμενο έχει η βία;
  • Ποιες είναι και από πού προκύπτουν οι επιλογές του ατόμου, όταν βρίσκεται στη μεριά του θύτη και όταν στη μεριά του θύματος σε μια βίαιη κατάσταση; 
  • Τι είναι το Δίκαιο, τι θέση έχει στην κοινωνία, γιατί πρέπει και πώς μπορεί να αποδοθεί; 
  • Τι σχέση έχει η Δημοκρατία με το Δίκαιο; 
  • Τι σημαίνει «καταδικάζω κάθε μορφή βίας»; 
  • Τι είναι ένοπλος αγώνας; 
  • Πόσο επιτυχής και πόσο εφικτός είναι;

Ας το πάρομε απ' την αρχή. Η λέξη «βία» και η φράση «ένοπλος αγώνας», είναι δυο εκφράσεις που, ως επί το πλείστον, δημιουργούν ένα συναίσθημα τρόμου σε όσους τις ακούν και τις διαβάζουν.

Ποιος δεν έχει ακούσει την αφελέστατη ατάκα: «καταδικάζω κάθε είδος βίας»;
Το πρόβλημα με αυτή την πρόταση, είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που είχα περιγράψει στο κείμενό μου περί των απολίτικων: εκείνος που απερίφραστα καταδικάζει όλες τις βίες, προφανώς και δεν έχει την παραμικρή ιδέα του τι λέει ή, μάλλον,

δεν έχει ιδέα τι σημαίνει αυτό που λέει.
Ας εξηγηθώ λοιπόν.
Βία, είναι η υλική ή ψυχική πίεση που ασκεί κάποιος σε κάποιον άλλο για να του επιβάλει τη δική του θέληση. (λεξικό Τριανταφυλλίδη)

Λαμβάνοντας υπ' όψιν τον ορισμό αυτό, θα μπορούσα με σιγουριά να υποστηρίξω ότι οιοσδήποτε σώφρων άνθρωπος θα παραδεχόταν αυθόρμητα ότι η βία είναι ένα πράγμα κακό. Μα, σαφέστατα, κάκιστο. Θα κάνω μια απόπειρα να σχολιάσω μια βίαιη κατάσταση, από τη μεριά του θύτη και από τη μεριά του θύματος. 

Έστω ότι είμαι εγώ ο θύτης: γιατί, θα αναρωτηθεί κάποιος, να ασκήσω εγώ υλική ή ψυχική πίεση σε κάποιον για να του επιβάλω τη δική μου θέληση; Δεδομένου ότι έτσι παρεμβαίνω με εχθρικό τρόπο στην ατομική του ελευθερία και του προκαλώ υλικό ή ψυχικό τραύμα, η πράξη μου είναι καταδικαστέα, και οφείλω να τιμωρηθώ γι' αυτήν, βάσει των θεσπισμένων κανόνων τού Δικαίου.

Έστω ότι είμαι εγώ το θύμα: όταν κάποιος αποπειραθεί να μου κάνει το αντίστοιχο, και πάλι η πράξη του είναι καταδικαστέα και ισχύουν ξανά τα άνωθεν. Η κατάσταση, όμως, του θύματος, πέρα απ' το υποφαινόμενο μειονέκτημα που την χαρακτηρίζει, διαθέτει και ένα τεράστιο πλεονέκτημα: είναι αυτή που μπορεί να κάνει ένα άτομο να συνειδητοποιήσει ποιες είναι οι επιλογές που έχει, όταν κάποιος διάκειται εχθρικά προς αυτόν.

Διότι, όντας θύτης, συνειδητά επιλέγει να μην λάβει υπ' όψιν τους κανόνες του Δικαίου, και πράττει πράξη άδικη, ενώ όταν βιώνει το άδικο, τότε είναι σε θέση να αναγνώσει πλήρως τα στοιχεία στα οποία συντελείται η κατάσταση αυτή. Και, κάνοντάς το αυτό, μοιραία θα έρθει αντιμέτωπος με τις επιλογές που διαθέτει, εκείνη τη στιγμή που λαμβάνει χώρα η άδικη πράξη.

Οι επιλογές αυτές, είναι δύο:

Α. Να υπομείνει την άδικη πράξη. 
Β. Να μην υπομείνει την άδικη πράξη.

Ας δημιουργήσομε νοητά μια κοινωνία δέκα ατόμων, για να συμπεράνουμε διαισθητικά ότι οι δύο από αυτούς θα έκαναν την επιλογή Α, ενώ οι άλλοι οχτώ την επιλογή Β (πιστεύω ότι, με ένα πείραμα ή μια δημοσκόπηση σε ένα πλήθος ατόμων, τα ποσοστά θα έβγαιναν περίπου κάπως έτσι, αν κάνω λάθος, διορθώστε με, αν και δεν έχει μεγάλη σημασία).
Όσον αφορά στα δύο άτομα που θα έκαναν την επιλογή Α, οι αιτίες που μπορώ να σκεφτώ είναι οι εξής (ταξινομημένες απ' την πιο συνήθη στη λιγότερο): 

  1. Πρόκειται για άνθρωπο εκ φύσεως υποτακτικό, η μορφή του αιώνιου θύματος
  2. Θεωρεί ότι η επιλογή Β δεν έχει νόημα, μη όντας ψυχικά ή σωματικά ικανός για αντίσταση
  3. Δεν αξιολογεί την κατάσταση σωστά, δηλαδή δεν έχει αντιληφθεί ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση βίαιη (κυρίως εξαιτίας εγκεφαλικής ανικανότητας ή όντας παραπλανημένος)
  4. Του επιβάλλεται απ' τη θρησκεία του ή την οικογένειά του, όταν βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, να «γυρνάει και το άλλο μάγουλο» (όπως εκείνοι οι Μορμόνοι στο «Το όνομά μου είναι Τρινιτά») αντί να αντισταθεί.

Δεν υπάρχει λόγος να σχολιάσω τις αιτίες αυτές περαιτέρω, αρκεί που τις εξέθεσα, από εκεί και πέρα μπορεί ο καθένας να τις αναλογιστεί (ότ)αν βιώσει μια βίαιη κατάσταση.

Σ' αυτούς που νευρωτικά επιλέγουν να είναι θύματα, δεν υπάρχει καν λόγος συζήτησης. Μιλάμε για άτομα ψυχικά διαταραγμένα. Βαράτε με κι ας κλαίω, που λέμε. Στους πιο συζητήσιμους, θαρρώ ότι αξίζει μια μικρή κουβέντα που θα στοχεύει στην αναθεώρηση της ιδέας της υποτακτικότητας.

Σχετικά με τα άτομα που θα προέβαιναν στην επιλογή Β, το ερώτημα που αυθόρμητα θα υποβάλλουν είναι το εξής: «διαλέγω, βέβαια, να αντισταθώ, αλλά πώς

Ας εισάγομε αυτές τις κουραστικές θεωρίες, σε ένα παράδειγμα από την καθημερινότητα:

Είμαι στο δρόμο και περπατάω ανέμελος πίνοντας bubble tea με ρούμι, και έχοντας στα ακουστικά σε infinite loop το Ummagumma. Ξαφνικά, εμφανίζεται μπροστά μου ένας μεθυσμένος, που με διατάζει να του δώσω όλα τα χρήματα και τα προσωπικά αντικείμενα που έχω πάνω μου. Μου ρίχνει και μια μπουνιά, με ξαπλώνει κάτω, με χτυπάει συνεχώς κλπ.
Σε εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εγώ είμαι το θύμα σε μια κατάσταση βίας. Δηλαδή τα μπουνοκλωτσίδια που δέχομαι, είναι υλική πίεση που μου ασκείται με σκοπό να μου επιβάλει (ο ληστής) τη δική του θέληση. Αφού αποφασίσω, ως θύμα, να κάνω την επιλογή Β, δηλαδή να αντισταθώ, έχω ορισμένες επιμέρους επιλογές, περί του πώς θα το πετύχω αυτό: 

  1. Να το διαπραγματευτώ μαζί του, να του εξηγήσω ότι διαπράττει μια αξιόποινη πράξη. 
  2. Να το βάλω στα πόδια (και να κάνω το ίδιο σε όποιον, μελλοντικά, μου επιτεθεί). 
  3. Να σηκωθώ πάνω και να τον γαμήσω στο ξύλο, και μετά να του ρίξω και μια ροχάλα στη μάπα. 

Ποια από αυτές, αποτελεί την πιο δίκαιη επιλογή; Ή μάλλον, ποια απ' αυτές τις επιλογές είναι αυτή που θα επιφέρει την πλήρη αποκατάσταση του Δικαίου; 
Χωρίς να θέλω να σας καθοδηγώ, θα απαντούσα με σιγουριά ότι η επιλογή 3 είναι η πιο δίκαιη.

Έχοντας διαλέξει το νούμερο 3, έχω διαπράξει μια πράξη βίας. Ή μήπως όχι;
Αν εξηγήσω σε έναν σοβαρό άνθρωπο τι συνέβη, οι περιπτώσεις να πάρω την απάντηση: «κακώς τον έδειρες, έπρεπε να κάνεις κάτι άλλο» είναι τόσες, όσες είναι οι περιπτώσεις να πάει ο Ψαραντώνης γιουροβίζιον.

Κι αυτό συμβαίνει, διότι η επιλογή που έκανα, δεν αποτελεί μια πράξη βίας,
αλλά μια πράξη γαμημένης αντιβίας.
You got it, εκεί ήθελα να καταλήξω τόση ώρα και σου 'σπασα τα νεύρα.

Η αντιβία είναι η έμπρακτη και βάσει του Δικαίου αντίσταση, στην βία που θα σου υποβάλλει κάποιος. Κι αν σας φαίνεται υπερβολικό το (συμβολικότατο) παράδειγμα που έδωσα, δοκιμάστε να το μεγενθύνετε λίγο, ώστε να λάβει και τις πραγματικές του διαστάσεις: δηλ. εγώ και η οικογένειά μου να είμαστε τα θύματα, και να έχομε απέναντί μας 50 θύτες, οι οποίοι καθημερινά να μας ληστεύουν, να μας χτυπάνε κλπ. Τώρα; Μήπως δεν είναι τόσο υπερβολικό;

Το βασικό αντεπιχείρημα που λαμβάνω, όταν προσπαθώ να εξηγήσω αυτό το απλούστατο πράγμα σε άλλους, είναι ότι «η βία δεν είναι λύση» (αλλά η λία είναι βίσση), και ότι «αυτό που λες είναι εκδικητικό και δεν οδηγεί πουθενά». 

Ή το άλλο το πετυχημένο: «αυτό δεν είναι δημοκρατικό».

Τρυφερέ αναγνώστη που θα τρέξεις να μου αναμασήσεις αυτά τα γελοία επιχειρήματα της ΚΩΛΑΡΑΣ,

Πρώτον: δεν είναι βία, είναι αντιβία, μάθε τις διαφορές μπας και γίνεις ποτέ από σκέτο θηλαστικό, άνθρωπος, με λογική και νου.

Δεύτερον: αν εγώ έρχομαι στο σπίτι σου καθημερινά και σε ληστεύω, δέρνω την οικογένειά σου, δηλαδή είστε δούλοι μου και εγώ ο κατακτητής σας, τί θα επιδιώξεις;
Να διαπραγματευτείς μαζί μου για να σου ρίχνω λιγότερο ξύλο;

Τρίτον: όπως προσπαθώ να εξηγήσω με απλά λόγια, η αντιβία μου δεν είναι «με κεράτωσες, άρα σε κερατώνω κι εγώ», είναι «μας κλέβεις και μας σκοτώνεις, οπότε έρχομαι να σε γαμήσω ανάποδα και να διεκδικήσω την ελευθερία μου».
Δεν έχει στόχο εγωιστικό, έχει στόχο την απόδοση Δικαιοσύνης.

Τέταρτον: όταν λες δημοκρατικό, σε ποια ακριβώς δημοκρατία αναφέρεσαι;

Στο ιδεώδες πολίτευμα του Κλεισθένη και του Σόλωνα, ή στην αστική εκφυλισμένη δημοακράτεια που μας προτείνεται ως δημοκρατία;

Το Δίκαιο, η Δικαιοσύνη, δεν είναι πολίτευμα, και γι' αυτό δεν υπόκειται σε φθορές. 
Και γι' αυτό ουδεμία σχέση έχει με τη Δημοκρατία ή οποιοδήποτε άλλο κοινωνικοοικονομικό σύστημα οργάνωσης/διακυβέρνησης.

Η Δημοκρατία, αντιθέτως, είναι ένα πολίτευμα. Ναι, δε λέω, είναι το πολίτευμα που αντικατέστησε την Τυραννία, είχε σαφώς πολύ πιο ανθρωπιστικούς στόχους και μέσα, ήσαν το πιο ελεύθερο από όλα τα υπόλοιπα, ήσαν το πιο δίκαιο από όλα τα υπόλοιπα.

Ήσαν, όμως, το Δίκαιο καθαυτό; ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ.

Αυτό το συμπέρασμα που εξάγεται με γελοία λογική διεργασία 20 δευτερολέπτων, και για τους περισσότερους, όταν το αναλογιστούν για λίγο, είναι αυτόματο συμπέρασμα, δυστυχώς πολλοί άνθρωποι δεν το αντιλαμβάνονται.
Η απόδοση του Δικαίου, de facto λαμβάνει ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία, αν εξεταστούν φαινομενικά και πρόχειρα (ως συνήθως), θα φανεί ότι είναι αντίθετα με το εκάστοτε «γεμάτο ελευθερίες» πολίτευμα, και ότι είναι στη βάση τους εκδικητικά (an eye for an eye φάση).
Και φυσικά από κάποια ψευτορθολογική γωνιά, θ' ακουστεί και το υπέροχο «είμαι ενάντια σε κάθε μορφή βίας, γιατί η βία φέρνει βία» και τα ρέστα.
Επιχείρημα καταφάνερα καθυστερημένο και παραπλανητικό, που εξάγεται, όπως προείπα, από προχειρότατη ανάγνωση του πράγματος.

Όταν, φυσικά, μιλάμε για κάτι παραπλανητικό, έχομε ως δεδομένο ότι υπάρχει ο παραπλανών απ' τη μια, και ο παραπλανόμενος απ' την άλλη. Θα προτείνω, προς το παρόν, ότι τον πρώτο ρόλο ενσαρκώνει το Κράτος και τον δεύτερο ο Λαός.

Είναι παραπλανητικό, γιατί το σύστημα και τα βολεμένα σ' αυτό ανθρωπάκια που μπαμπαλίζουν αυτή την παπαριά, έχουν από κοινού θεσπίσει μια συγκεκριμένη σχέση τύπου αφεντικό - δούλος ανάμεσα στους ίδιους και στον Λαό.
Η συνειδητοποιημένη παραπλάνηση που λαμβάνει χώρα, πηγάζει από το συμφέρον.


Δηλαδή, όταν βγαίνει ο σαμαράς (και το κάθε προσωπείο του κράτους) και διατείνεται ότι «καταδικάζει κάθε μορφή βίας», ενώ την ίδια στιγμή κλέβει, σκοτώνει, φυλακίζει, δέρνει, φιμώνει κι εξευτελίζει ζωές, η γιαγιά μου κουνάει καταφατικά το κεφάλι και νιώθει μια ασφάλεια, ενάντια στα «βίαια αναρχοκομμούνια που τα σπάνε όλα, όπως βλέπομε και στο βίντεο» (σικ).

Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται περί ενός τεραστίου μεγέθους συνειδητού ψεύτη.
Πώς γίνεται να λες ότι καταδικάζεις όλες τις βίες, ενώ παράλληλα ασκείς όλα τα είδη βίας μαζεμένα;

Φυσικά και ΔΕΝ καταδικάζει κάθε μορφή βίας, φυσικά και ΔΕΝ είναι κατά της βίας.
Είναι 100% ΥΠΕΡ της βίας που εξυπηρετεί το συμφέρον του και καταδικάζει όσους του αντιστέκονται!
Για να το κάνω τελείως νιανιά, αν εγώ είμαι γνωστός και αποδεδειγμένος απατεώνας (έχω κλέψει, έχω σκοτώσει, έχω βιάσει κλπ), και βγω και καταδικάσω όλες τις βίες, ο ως επί το πλείστον πανηλίθιος και μπαρμπαδόπληκτος λαός τής Ελλάδας θα με χειροκροτήσει και θα πει «μπράβο στο παιδί, γιατί πέρα από ειρηνικός άνθρωπος είναι και δίκαιος: δεν λέει ότι καταδικάζει μόνο μία, λέει όλες!».

Και όλο αυτό το πανηγύρι βλακείας, με κάτι τζήμερους και δημοκρατόπληκτες βολεμένες αμοιβάδες που «έχουν πάθει ειρήνη», να κάνουν πρίμο σεκόντο και να μας πρήζουν τ' αρχίδια.

Διατεινόμαστε ότι «δεν είμαστε σαν τα πρόβατα τα αμερικανάκια που ό,τι και να τους πουν το χάφτουν», αλλά όπως ακριβώς κι εκεί, σε κλέβω, σε σκοτώνω, σε δέρνω, αλλά αν σου πετάξω ένα «λέμε όχι στους τρομοκράτες», αρχίζεις και με χειροκροτάς υστερικά και με ξαναψηφίζεις, εις τους αιώνας των αιώνων, admin.

-Κατάλαβες, γιαγιά;
-Κατάλαβα, παιδί μου. Αλλά εγώ νέα δημοκρατία ψηφίζω μια ζωή.
Και περνάμε στο δεύτερο (και μικρότερο, μη ζορίζεσαι) μέρος του σημερινού μας talk show:
τι είναι ο ένοπλος αγώνας.

Πρώτα απ' όλα, νιώθω την ανάγκη να ξεχωρίσω την έννοια «ένοπλη δράση» με την έννοια «ένοπλος αγώνας». Διότι, ένοπλη δράση (όπως προπαγανδιστικά μας τη σερβίρουν τα μέσα μαζικής εξημέρωσης εξομοιώνοντας μήλα με πορτοκάλια) είναι κι αυτή της χρυσής πορδής, πάντα κατά παραγγελία του κρατικού - εξουσιαστικού μηχανισμού, βεβαίως βεβαίως.

Ο ένοπλος αγώνας, είναι αυτό που, στην έσχατη οργάνωσή του, αποκαλούμε Επανάσταση. (Παρεμπιπτόντως, το ότι έχει περάσει στην κοινωνία σαν μια γραφική ατάκα και χρησιμοποιείται πλέον κοροϊδευτικά και μειωτικά, κάνοντας ακόμα κι εμένα που την επιδιώκω, να χρησιμοποιώ τον όρο με το φόβο «μη με πουν γραφικό», με εξοργίζει τα μάλα, αλλά τέλος πάντων. Ας κάνω τα στραβά μάτια.)

Όταν η κατάσταση σε μια κοινωνία έχει οδηγηθεί σε ένα αδιέξοδο (κι ο Καπιταλισμός έχει το επαναλαμβανόμενο αδιέξοδο στην ίδια του τη φύση), ένεκα της ανθρωπιστικής και οικονομικής κρίσης και της ουσιαστικής υποδούλωσης ενός λαού σε πέντε τζάκια, δε σιτσουέησο κολς φορ εν αρμντ στραγκλ που λέγαμε και στο χωριό μου, ή αλλιώς:
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΗ ΛΥΣΗ, ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΖΙΚΟ ΕΝΟΠΛΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ ΑΓΩΝΑ.


Τζον Λωκ, ο λόγος σου μας χόρτασε και το ψωμί σου φα' το.

Επειδή ο ένοπλος αγώνας είναι κάτι που προϋποθέτει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας να παραμερίσει τις μεταξύ του διαφορές, να τεθεί ένας κοινός στόχος που θα πολεμηθεί, να μην υποβληθούν σε πρώτο πλάνο τα συμφέροντα του ενός και του άλλου, θέλει, δηλαδή, μια συνεργασία, μια συλλογικότητα, αυτομάτως γίνεται εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο.

Δηλαδή, άντε και πήρα εγώ το τουφέκι, να πάω να ασκήσω ισόποση αντιβία σε αυτούς που με κλέβουν και με σκοτώνουν λίγο-λίγο. Τρία θα 'ναι τα αποτελέσματα:

1. Θα αποτύχω, διότι είμαι μόνος μου, και πιθανότατα θα καταλήξω φυλακή ή σκοτωμένος.

2. Με την κρατική προπαγάνδα, θα ανακηρυχθώ δημόσιος κίνδυνος και θα με κάνουν όλοι πέρα.

3. Πάλι με την κρατική προπαγάνδα, θα γίνει επίθεση σε όποιον χρησιμοποιεί τη λέξη «επανάσταση» και όσους αγωνίζονται γι' αυτή, δηλαδή θα προσδοθεί μια αρνητική χροιά σε όλο αυτό, και φυσικά το μπαρμπαδαριό και η φορμόλη που έχει χορηγήσει στο λαό, θα με κάνει πέρα και θα βγω εγώ ο κακός. Εγώ που είμαι το θύμα δηλαδή.

Γι' αυτό, όλα τα επιτυχή παραδείγματα ένοπλου αγώνα κατά τη διάρκεια της Ιστορίας, οργανώθηκαν, αφού πρώτα υπήρχαν ενδείξεις εντονότατου κοινωνικού αναβρασμού. 

Βέβαια, στη διάδοση αυτού του «μικροβίου» αντίστασης στον κατακτητή, είχαν συναντήσει πολλές δυσκολίες. Διαδόθηκαν κρυφά, από στόμα σε στόμα, εμπιστευτικά και αργά-αργά.

Παρ' όλη την τεχνική, όμως, δυσκολία που συνάντησαν, σινάμα ήσαν και πιο εύκολο γιατί δεν υπήρχε αυτό το δυσθεώρητο κλίμα προπαγάνδας. 
Δηλαδή μπορεί να το 'λεγε ο Γιώργος στο Γιάννη, ο Γιάννης στο Νίκο, ο Νίκος στη Ζουμπουλία και η Ζουμπουλία στον Αντώνη, με μια διαδικασία χρονοβόρα μέχρι να φτάσει σε όλα τα αυτιά, αλλά όταν το άκουγε ο Νίκος απ' το Γιάννη δεν απαντούσε: «αυτά που λες δε γίνονται/ας το διαπραγματευτούμε καλύτερα/θέλω ειρήνη δε μ' αρέσει ο πόλεμος/γιατί να μπαίνομε σε τέτοιο κόπο/είμαι κατά της τρομοκρατίας». 
Όχι βέβαια. Έλεγε ο Θόδωρος στο Γιωργή: «πάμε ρε μαλάκα να κόψομε τα κεφάλια απ' τα τομάρια» κι ο Γιωργής απάνταγε «αρπάζω το τουφέκι μου κι έρχομαι, σύντροφε». 
Θα μου πεις, διαφορετικές εποχές. Και θα σου απαντήσω εγώ: έεεεεεεεεεεεελα ρε.

Αλλά, πώς το εννοείς εσύ και πώς το εννοώ εγώ;

Προφανώς και είναι διαφορετικές εποχές, γιατί η προπαγάνδα σήμερα είναι πιο πολλή και απ' τα φάλτσα της Φωτεινής Δάρρα.
Βέβαια η προπαγάνδα πάντοτε υπήρχε, αλλά όσο πάει ανδρώνεται όλο και περισσότερο. Ειδικά όταν εμφανίστηκε το φαινόμενο "χαζοκούτι", εκεί να δεις γιορτές οι δικτάτορες πάσης φύσεως. Σου λέει, ακριβώς αυτό που θέλαμε για να χειραγωγούμε τα μοσχάρια εύκολα και νοικοκυρεμένα, και πάνω απ' όλα, υποσυνείδητα.

Πέρα απ' την τεχνολογική ανάπτυξη που ήσαν βούτυρο στο ψωμί των εκάστοτε εξουσιαστών, η προπαγάνδα είναι ένα μικρόβιο. Που σημαίνει ότι όσο πάει και μεγαλώνει στις κοινωνίες.

Εμφανίζεται «αθώα» (τρόπος του λέγειν), και όσο πάει εξελίσσεται. Και ελίσσεται, στις συνθήκες της κοινωνίας, εκμεταλλευόμενη τον πόνο του Λαού, και πάντοτε κοροϊδεύοντάς τον.

Για να επιστρέψω στο συλλογισμό μου, απέναντι στο μεγάλο κακό, την προπαγάνδα, που μπορεί να μεγενθύνει η τεχνολογία, υπάρχει ένα αντίστοιχο πλεονέκτημα: η διάδοση του «μικροβίου αντίστασης» μπορεί να πραγματοποιηθεί με ταχύτητα 10.000 άτομα ανά λεπτό (απρόξιμεϊτλι, έτσι κι αλλιώς συμβολικά μιλάω).

Ίντερνετ ορ νόου ίντερνετ, οι αλλαγές οργανώνονται πάντα απ' τα κάτω, όχι απ' τις Βουλές, τις Επιτροπές κι όλες αυτές τις μαλακίες. Δείτε το ιστορικά, και θα καταλάβετε τι εννοώ, παραθέτω μερικά γνωστά παραδείγματα ένοπλων αγώνων:

Ελληνική επανάσταση του 1821, Μεξικανική Επανάσταση, Κουβανική Επανάσταση, Οκτωβριανή Επανάσταση, Αμερικανική Επανάσταση.

Για να συνοψίσω, στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, το 2015, όσον αφορά στην οργάνωση ενός ένοπλου αγώνα, πιστεύω ότι ο Λαός δε τον επιδιώκει, δε τον βλέπει σαν λύση.

ΟΜΩΣ, πώς το εννοώ;

Καταρχάς, πρέπει να καταλάβομε τούτο: θέλομε δεν θέλομε, ζούμε σε μια κοινωνία όπου υπάρχουν οι βολεμένοι και τα θύματα. Υπάρχουν οι οικονομικά ισχυροί ή αξιοπρεπείς και οι οικονομικά κατώτεροι. Υπάρχουν κλάσεις. Και απέναντι σ' αυτό το κείμενο που έγραψα εδώ, ένας οικονομικά ισχυρός και βολεμένος, μπορεί να μου αντιπαρατάξει ένα τριπλάσιο σε όγκο κείμενο που να μου εξηγεί ότι αυτά που λέω είναι μαλακίες, και ότι δε τα χρειαζόμαστε, και ότι μια χαρά είμαστε όπως είμαστε κλπ.

Αλλά αυτή η κάστα ανθρώπων, είναι λογικό να τα πει αυτά: δεν είναι το θύμα της δικτατορίας που ζούμε. Δεν είναι κι ο θύτης βέβαια, είναι κάπου ανάμεσα, έχει κάποια λεφτά που δε θα διακινδύνευε με «επαναστάσεις και τέτοιες αηδίες» (σικ) να τα χάσει, δεν έχει λόγο να αγωνιστεί, πως να το κάνομε.

Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί βέβαια: γιατί αυτοί που είναι οικονομικά εντάξει (που στο κάτω κάτω μπορεί να μη τα 'κλεψαν κιόλας, αλλά να τα 'βγαλαν με κόπο), να υποστούν μια επανάσταση αυτών που δεν έχουν και τίποτα να χάσουν, με κίνδυνο να χάσουν περιουσία, λεφτά κλπ;

Η απάντησή μου είναι η εξής: αυτό που μπορούμε να έχομε αυτή τη στιγμή πιο κοντά στο Δίκαιο, είναι η φωνή της πλειοψηφίας να νικά αυτή της μειοψηφίας. Χωρίς βόρειους και νότιους και ταξικές έχθρες. Είναι απλά μαθηματικά, είναι απλή και δίκαιη θέση.

Τέλος, όσον αφορά στους άλλους, τους οικονομικά κατώτερους, συχνά ακούω ότι «δεν είναι έτοιμοι». Αυτή η μπούρδα, πέρα απ' το ότι τους συμψηφίζει με τους παραπάνω, δηλαδή τους οικονομικά ισχυρούς, κάνοντάς τους όλους ένα μπάχαλο (άρα αποπροσανατολίζοντας το θύμα), είναι ένα false επιχείρημα, γιατί ανάγει το πρόβλημα αυτό σε αμιγώς κοινωνικά ή πολιτιστικά κριτήρια.
Λένε ότι «ο λαός δεν είναι έτοιμος για επανάσταση» σα να λένε «η Γιώτα δεν είναι έτοιμη για σχέση». Ε όχι, δεν είναι το ίδιο, πως θα γίνει.

Άρα, απ' τα οικονομικά θύματα που διαφωνούν με έναν ένοπλο αγώνα αυτή τη στιγμή, εξάγω τα εξής: 

  • Δεν ξέρουν τι είναι ο ένοπλος αγώνας. 
  • Δεν ξέρουν τι δύναμη έχουν. 
  • Δεν μπαίνουν στον κόπο να δουν ιστορικά τι αλλαγές έχουν φέρει με αυτό και μόνο τον τρόπο, και απορρίπτουν τέτοιες τακτικές ως αναχρονιστικές ή ουτοπικές. 
  • Είναι «χαμηλών τόνων» και θαρρούν πως «ψηφίζοντας αλλάζουν τα πράγματα». 
  • Είναι σταρχιδιστές, θέλουν κάτι να κάνουν μπας και φάνε ψωμί, αλλά ψιλοβαριούνται κιόλας. 
  • Είναι πεσσιμιστές, θεωρούν ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται ποτέ να γίνει, δεν έχουν ελπίδα και γι' αυτό δεν προσπαθούν καν (έχω υπάρξει κι εγώ ένας από δαύτους). 
  • Έχουν παραδοσιακό "δεξιό" προφίλ και απορρίπτουν νευρωτικά κάθε πρωτοποριακή κίνηση (ακόμα κι αν πεινούν). 
  • Γίνονται πάρα πολύ εύκολα έρμαιο της προπαγάνδας και της κάθε τρομολαγνικής καθεστωτικής δύναμης. 
  • Έχουν κολλήσει στον τρόπο σκέψης που είχαμε στα Σκέφτομαι και Γράφω της 4ης δημοτικού, αυτό το χίππικο «με όπλα και βία δε γίνεται τίποτα, μόνο με ειρήνη». 
Βέβαια (σχετικά με την 8η περίπτωση), η μονοδιάστατη αντίληψη εννοιών όπως η βία και «τα όπλα», συγχωρείται σε ένα παιδάκι της 4ης δημοτικού. 

Πολύ αθώα, πολύ πρόχειρα, πολύ ρομαντικά.

Όμως, τι γίνεται, όταν το σκεπτικό των περισσότερων Ελλήνων έχει μείνει μετεξεταστέο στην 4η δημοτικού;