Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Ο «Βασιλιάς» του Γραμματικού (2002) δεν είναι ταινία. Είναι ένας καθρέφτης.

Δεν ξέρω πραγματικά τι να γράψω, ή μάλλον τι να πρωτογράψω, για την ταινία «Ο Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού (2002). Είναι ίσως η πρώτη φορά, και δεν υπερβάλλω καθόλου, που με γαμάει ανάποδα ψυχολογικά μια ταινία.

Σε πέντε γραμμές τα κινηματογραφικά, για να πάω στο ζουμί που μας καίει: ο Γραμματικός υπογράφει χωρίς τρελές σκηνοθετικές πρωτοτυπίες, ένα πίνακα με την πιο αποκρουστική ζωγραφιά, το ανθρώπινο μίσος. Τα πλάνα του είναι πολλές φορές κοντινά και υποκειμενικά, όχι με κάποιο ιδιαίτερο βλέμμα, πάντως με ματιά διαπεραστική και συναισθηματική. Οι ηθοποιοί είναι ένας κι ένας. Έπαθα την πλάκα μου, δεν υπάρχει ούτε μισός κομπάρσος που να μην παίζει καλά. Διαμάντια ο Μουρίκης, η Λαμπροπούλου, ο Χατζησάββας (τι θεός θεέ μου), ο Γιωτόπουλος, ο Ζουγανέλης, η Βαγενά. Σεναριακά είναι 100% πετυχημένο, χωρίς υπερβολές (πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις) και η μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι υ-πο-βλη-τι-κή, πότε με ηλεκτρισμένες λούπες, πότε με μυστήρια λαγούτα, κιθάρες και τρομπέτες.

Μόνο σκηνοθετικά κωλώνει λίγο και δεν πειραματίζεται, αλλά καλύτερα κιόλας, γιατί δεν αποσπάται η προσοχή απ' τον καθρέφτη που υψώνεται μπροστά μας.
(Τελικά βγήκαν 25 γραμμές, δεν πειράζει)

Ο «Βασιλιάς» λοιπόν είναι ένα παραμύθι (χα.. για φαντάσου!) ελληνικότατο, με την πλήρη συνταγή: ξενοφοβία, ρατσισμός, σεξισμός, υποκρισία, ομοφοβία, ψευτιά, απανθρωπιά, διπροσωπία, κακία, μίσος, μικροπρέπεια, μικροψυχία, εχθρότητα, ιδιοτέλεια, συμφέρον, χρηματολαγνεία, μικροαστισμός, μισανθρωπισμός, πονηριά, κουτοπονηριά, ατιμία, επιθετικότητα, ηλιθιότητα, κυρπαντελισμός, βλαχοδημαρχισμός, αρνητισμός, μικροπολιτική, διαφθορά, στενομυαλιά, συντηρητισμός, δολιότητα, αμορφωσιά, αγένεια, αφιλοξενία, ταμπού, καθωσπρεπισμός, φαρισαϊσμός, απαιδευσιά.


Η ιστορία έχει ως εξής: ο Βαγγέλης βγαίνει απ' τη φυλακή όπου βρισκόταν χρόνια για διακίνηση και χρήση ναρκωτικών. Η ζωή του με πάρα πολλά μπλεξίματα και υποθέσεις μισοτελειωμένες, έχει αποφύγει να κάνει φιλίες, ο πατέρας του δεν ζει, κι η (θετή) μάνα του ίσα που τον δέχεται.

Μέχρι που αποφασίζει να την κάνει με ελαφρά απ' την πόλη και να μείνει στην επαρχία, συγκεκριμένα σε ένα κωλοχώρι κάπου στην Αχαΐα, ξεχασμένο από θεό και διάολο. 
Εκεί θα μείνει σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, που είχε φτιάξει και ζούσε ο παππούς του πριν χρόνια.
Φτάνει στο χωριό, βλέπει το σπίτι, αρχίζει να το επισκευάζει και προσπαθεί να προσαρμοστεί.

Η ζωή σε μια κλειστή κοινωνία δεν έχει καμία σχέση με αυτό που φανταζόταν. Οι κάτοικοι τον κοιτούν περίεργα, ο (παραλίγο καλόψυχος) αστυνόμος γυροφέρνει στο σπίτι του και ρωτάει διάφορα, κι αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται ανεπιθύμητος απ' το χωριό. Γιατί; Γιατί έτσι. Γιατί διαταράσσει την χωριάτικη κανονικότητα, χωρίς φυσικά να κάνει τίποτα, αλλά δεν έχει σημασία. Αρκεί που εμφανίστηκε μια ξένη φάτσα.

Δυοτρείς απ' το χωριό του έχουν δείξει κάποια συμπάθεια, αλλά κι αυτή μετρημένη. Με τον καιρό, για διάφορες αφορμές, οι κλίκες του χωριού αρχίζουν και διαμορφώνουν ένα αίσθημα μίσους προς αυτόν, προσπαθούν να τον κάνουν να φύγει. Ύστερα πάει να τον βρει κι η κοπέλα με την οποία ήταν πριν μπει στη φυλακή, και που φυσικά οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Ο Βαγγέλης καταφέρνει να βρει δουλειά σα μάστορας με κάτι Αλβανούς που ήταν στη δούλεψη μερικών μικρογαιοκτημόνων, κι όσο περνάει ο καιρός, βλέπουμε έναν προς έναν ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΕ ΜΙΑ ΚΛΕΙΣΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.

-> Ο βλαχοδήμαρχος που θεωρείται ο "πρώτος του χωριού" και ξαφνικά βλέπει να μετατοπίζεται το ενδιαφέρον σε ένα άλλο πρόσωπο.

-> Αυτός που έχει το καφενείο, καπνίζει πούρο και είναι γενικά πρώτη μούρη. Όλα περνάνε απ' την επίβλέψη του.
-> Ο βλάχος με τον χωριάτικο τσαμπουκά, που επειδή έχει μεγαλύτερο σπίτι απ' τους άλλους, είναι αυτομάτως και σε περίοπτη θέση κοινωνικά.
-> Ο μπάτσος που έχει αποσπαστεί στην επαρχία, προσπαθεί να διατηρήσει τις ισορροπίες, αλλά μη μπορώντας ποτέ να βοηθήσει ουσιαστικά, εξαρτώμενος από οικονομικά μικροσυμφέροντα του χωριού.
-> Η "τρελή" του χωριού.
-> Οι Αλβανοί του χωριού, στη δούλεψη των μπαρμπάδων, τους δανείζει ο ένας στον άλλο σαν μηχανήματα.
-> Οι ίδιοι Αλβανοί που, παρόλο που τους μεταχειρίζονται σαν αντικείμενα, θεωρούν ότι έχουν τουλάχιστον ΚΑΠΟΙΑ θέση ανάμεσα στον κόσμο, και δεν γουστάρουν να μπλέκονται άλλοι στις δουλειές τους.
-> Ο "ήσυχος" του χωριού, που μπορεί να έχει καλή πρόθεση, παρασέρνεται όμως απ' την μισανθρωπιά των υπολοίπων.
-> Ο τσαμπουκάς του χωριού που γουστάρει φασαρίες.

Όλοι αγαπημένοι επιφανειακά, καλοκάγαθοι, όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία και φοράνε τα καλά τους, άνθρωποι εκ πρώτης όψεως συμπαθητικοί. Κι όλοι, όμως, διώχνουν λιγότερο ή περισσότερο τον «κίνδυνο» που λέγεται Βαγγέλης.

Άνθρωποι που ψάχνουν φασαρίες με οτιδήποτε καινούργιο, άνθρωποι που έχουν φτιάξει τις κλίκες τους, άνθρωποι που έχουν στήσει τα κολπάκια τους για να βγάζουν φράγκα παράνομα. Ο Βαγγέλης δε τους ενοχλεί καθόλου. Πήγε κι άρχισε να μαστορεύει το σπίτι του και να φυτεύει τις ντομάτες του σε μια προσπάθεια να κάνει μια άλλη ζωή. 
Αλλά δεν του δίνεται η ευκαιρία.
Διότι, θα σας πω ένα μυστικό: σ' αυτόν τον μικρόκοσμο που οι κομπίνες είναι παντού στημένες κι η φωνή τους κρώζει σκιάζοντας οποιαδήποτε άλλη, η διαφορετικότητα δεν έχει θέση. Πρέπει να φύγει, με το καλό ή με το κακό (μαντέψτε ποιο διαλέγουν συνήθως).

Θα την έλεγα και προφητική αυτή την ταινία. Το σενάριο «μια τεράστια κλίκα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να διώξει απ' τον τόπο της τον Βαγγέλη, έναν διαφορετικό άνθρωπο που δεν πείραξε ποτέ κανέναν» σας θυμίζει, μήπως, τίποτα;

Δεν υπάρχει θέση για την διαφορετικότητα σ' αυτό τον κόσμο. Δεν χωράνε οι Βαγγέληδες σ' αυτό τον κόσμο. Σ' αυτόν το γαμώκοσμο όπου οι κοινωνίες φαίνονται τόσο αγαπημένες, μα στην πραγματικότητα κρύβουν την πιο αηδιαστική και σιχαμερή υποκρισία.
Η πρώτη εικόνα που αντικρύζει κατά την έλευσή του: οι κάτοικοι του χωριού έχουν σκοτώσει έναν λύκο, τον έχουν φορτώσει πάνω σ' ένα αγροτικό και όλα τα αμάξια του χωριού πάνε γύρω γύρω απ' την πλατεία κορνάροντας να γιορτάσουν το κατόρθωμα, ενώ οι υπόλοιποι βλάχοι απ' το καφενείο πετάνε εικοσάρικα πάνω στο πτώμα του λύκου.
Στον λύκο, ρε μαλάκα!
Γιορτάζουνε τα ανθρωπάκια που σκοτώσανε το ζωντανό. Αιτία γιορτής και χαράς, φυσικά.

Και το μίσος υπάρχει απ' το πρώτο βλέμμα. Δεν χρειάζονται αφορμές. «Με αυτόν δεν θα τα πάμε καλά» είναι η πρώτη ατάκα που λέει ο τσαμπουκαλεμένος βρωμόβλαχος, βλέποντας τον Βαγγέλη. Α, τον λένε και αδερφή επειδή έχει μακριά μαλλιά. «Δεν είναι αυτός να μπλέκει μαζί μας.»

Γιατί; Γιατί έτσι, λέμε. Γιατί πιο πολύ απ' τα τριφύλλια και τα χορτάρια στο χωριό, βαθιά ριζωμένα στη γη είναι η ξενοφοβία και το μίσος.
Μίσος, ρε! Ξέρετε τι θα πει μίσος;

Στο έργο αυτό, κανένας χαρακτήρας δεν είναι παραπανίσιος, κανένας δεν είναι υπερβολικός, κανένας δεν είναι άχρηστος. Ένας προς έναν, είναι όλοι τους χαρακτηριστικό δείγμα της διπροσωπίας και της υποκρισίας, της παντοτινής ταυτότητάς μας.

Σφάξαμε τον λύκο, ας σφάξουμε και τον Βαγγέλη, να βάλουμε τα καλά μας να πάμε να ανάψουμε ένα κεράκι στην εκκλησά, σαν καλοκάγαθοι χριστιανοί (γαμώ το χριστό σας).

Ήρθε αυτός και μας αναστάτωσε, ας τον διώξουμε να επιστρέψουμε στην ησυχία μας. 

Ποια ησυχία; Την ήσυχη ρεμούλα, τα παράνομα μπετά, τα ψεύτικα χαμόγελα, τις φτιαχτές φιλίες, τα πισωμαχαιρώματα, το «σπιτάκι μας με τον Αλβανό μας», την κανονικότητα μιας παρηκμασμένης, ξεφτυλισμένης σύμβασης, με φόντο ένα κρυμμένο χωριό, τυλιγμένο στο πράσινο, που έχουμε καταφέρει να φέρουμε στα (απ)ανθρώπινα μέτρα μας. 

Καταφέραμε να εδραιώσουμε την ασχήμια και γουστάρουμε να τη διατηρήσουμε έτσι.


Οι ειρωνείες δίνουν και παίρνουν: η «τρελή» του χωριού, είναι κι η μόνη που ίσως έχει καλή ψυχή. Ξέρετε γιατί την αποκαλούν «τρελή»; Γιατί ήταν μεν διαφορετική, αλλά βρισκόταν από μικρή στο χωριό, άρα να τη διώξουν δε μπορούσαν, άρα βρήκαν ένα τρόπο να την απομονώσουν. Διότι, worry not, η μισανθρωπιά του Ανθρωπάριου βρίσκει λύσεις πάντα (νάναι καλά τα τσιφλίκια μας κι οι συνήθειές μας).


Έτσι όλοι την έχουν κάνει πέρα κι ησύχασαν.

Σ' αυτή την «ησυχία» κρύβεται όλη η κακία. Η ήσυχη κακία, η αιώνια αρρώστια μας.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε πέντε η ώρα το ξημέρωμα, μόλις είχα τελειώσει να βλέπω την ταινία, με το σκεπτικό ότι ήθελα να έχει ακριβώς αποτυπωμένες τις τοτινές μου σκέψεις, μήπως την επομένη, «νηφάλιος», υποστήριζα ότι οι χαρακτήρες είναι συμβολικοί και ότι δεν είναι όντως τόσο υπερβολικά τα πράγματα (γιατί κατά βάθος είμαι κι εγώ μέρος του βόθρου, χωρίς βέβαια να διατηρώ το παραμικρό μίσος προς το διαφορετικό, αλλά μην αλλάζοντας ουσιαστικά και κάτι.)

Λοιπόν, έχει περάσει καιρός και ακόμα πιστεύω όσο τίποτε ότι ΔΕΝ τους έβαλε συμβολικά. Δεν είναι σύμβολα. Είναι η πραγματικότητα.

Η διαφορετικότητα δεν υπάρχει σαν επιλογή. Είναι εγγενής κατάρα και ανείπωτη προσβολή στην ψεύτικη ηθική, τη διπροσωπία και τη σκατοψυχιά -το μαγαζάκι του καθενός.


Το «άλλο», οτιδήποτε κι αν είναι, θα χάσει.

Ο δυνατός είναι Εκείνος. Ο Σκατάνθρωπος.
Ο Σκατάνθρωπος νικάει. 
Πάντα.