Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Μουσικές ταμπέλες και άλλα στερεότυπα.

Τα τελευταία χρόνια, αντιμετωπίζω μια δυσκολία να απαντήσω στην ερώτηση «τι μουσική ακούς;». Ανέκαθεν η απάντησή μου ήταν απλούστατη και απλοϊκότατη: «κλασσικό ροκ». Κλασσικό ροκ έλεγα, και ξεκαθάριζε το τοπίο ρε παιδί μου. Φανταζόταν ο άλλος Μπιτλς, Ντορς, Κουίν, Ντεφ Λέπαρντ και δε συμμαζεύεται. 
Όμως πάντα το έλεγα με ένα δισταγμό, κι αυτό γιατί πάντοτε είχα τα αυτιά μου ανοιχτά και σε άλλα μουσικά είδη, σε μερικά απ' τα οποία αφιέρωνα ώρες και ώρες ακρόασης.
Κάτι μήνες απ' τη ζωή μου τους είχα φάει ακούγοντας κάθε νότα που έχει τραγουδηθεί απ' τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Είχα μια λατρεία ρε παιδί μου. Άλλες απολαμβάνοντας τον Λιστ
Τώρα που το σκέφτομαι, βάλτε αυτό να παίζει όσο θα διαβάζετε, είναι καλό.


Υπάρχει γενικά μια «μάχη» στην ελληνική μουσική σκηνή, μεταξύ των ποιοτικών και των εμπορικών. Των έντεχνων και των σκυλάδων. (Α, να σημειώσω: στην ελληνική σκηνή θα επικεντρωθώ, που τα χαρακτηριστικά της μου είναι πιο γνωστά). Το παράδοξο της παραπάνω μάχης, είναι ότι γίνεται ένα διαχωρισμός έντεχνου και σκυλάδικου, ο οποίος αν και έχει μια πρώτη υφή αντίθεσης, στην ουσία δεν έχει νόημα, αφού δεν είναι το ένα αντίθετο απ' το άλλο. Το αντίστοιχο δίπολο από άποψης ηλιθιότητας θα ήταν: «πατάτες ή πορτατίφ».


Προσέξτε να δείτε.


Το σφάλμα της αναπαραγωγής στερεοτύπων, είναι αποκλειστικά δικό μας: δεν έχομε καταλάβει τι διαχωρίζομε, τι σχολιάζομε, πού αναφερόμαστε, τι λέμε. Βρισκόμαστε σε σύγχυση συνεχώς! Τα μπουρδουκλιάζομε όλα μαζί, και τσουπ! Βγήκε η ατάκα που μας προσδιορίζει: «εγώ δεν ακούω Πάολα και Παντελίδη, ακούω ποιοτικά: Κότσιρα, Αλκίνοο και Χαρούλη».
Οι δύο απόψεις στη μουσική που έχουν πράγματι μια υφή αντίθεσης, και θα άξιζε να μελετήσομε το πώς αντικρούονται, είναι οι εξής: «η μουσική είναι μία» και «δεν είναι όλες οι μουσικές ίδιες».


Κατά το προσφιλές μου συνήθειο, θα προσπαθήσω να την ψάξω αλλιώτικα τη φάση.


Η μουσική είναι μία, πράγματι. Εφτά είναι οι νότες. Εφτά νότες χρησιμοποιεί και ο Στέλιος Μπικάκης, εφτά νότες κι ο Dave Mustaine
Αν είναι έτσι όμως τα πράγματα, πώς γίνεται να υπάρχει το ροκ, το μέταλ, το λαϊκό, το ρεμπέτικο και το δενξερωγωποιό;


Μήπως ο στίχος είναι η λέξη-κλειδί;


Μια αυθόρμητη απάντηση που λαμβάνομε ή γεννάμε, όσο μπαίνομε βαθύτερα σ' αυτόν τον προβληματισμό, είναι ότι: ο στίχος/ο στιχουργός είναι αυτός που ξεχωρίζει το καθένα απ' το άλλο. Πώς θα χρησιμοποιήσομε αυτή τη σκέψη; Υπάρχουν διάφορες απόψεις, θα τις εκθέσω ταξινομώντας τες ανάλογα με το πόσο συχνά τις ακούω:

1. Η αξία του στιχουργού καθορίζεται απ' τον καλλιτέχνη που δίνει το στίχο του.
Ας υποθέσομε λοιπόν ότι ο Λε.Πα που έχει γράψει για την Αλεξίου, τον Μητσιά και τον Διονυσίου είναι ένας ποιοτικός στιχουργός, κι ο Νεκτάριος Μπήτρος που έχει γράψει για την Άντζελα Δημητρίου, τον Ζαφείρη Μελά και τον Sotis Volanis είναι για τον πούτσο. 
Τι γίνεται όμως με στιχουργούς όπως ο Άρης Δαβαράκης, ή ο Βασίλης Γιαννόπουλος, ή ο Νίκος Μωραΐτης, που οι στίχοι τους βρίσκονται συνεχώς στα χείλη μας χωρίς να το παίρνομε χαμπάρι;
Ο πρώτος έχει γράψει για τον Κότσιρα, αλλά και για τον Σάκη Ρουβά, ο δεύτερος για τον Παπακωνσταντίνου αλλά και για τον Πλούταρχο, ο τρίτος για τον Μητροπάνο αλλά και για τον Ησαΐα Ματιάμπα. Now what? Ντάξει, θα μου πεις, υπάρχει κι ο μεγάλος Ζούδιαρης ή ο Γκάτσος που έχουν τραγουδηθεί μόνο από πχιοτικούς. 


Στην τελική, μήπως είναι αφελές να πούμε ότι η αξία του στίχου οφείλεται στην επιλογή του τραγουδιστή;


Διότι, σα τσιγκλίσουμε την παραπάνω προβληματική, θα πρηστεί και θα τουμπανιάσει:
Ο Μάνος Ελευθερίου, είναι ένας στιχουργός-ποιητής με αποδεδειγμένη αξία, που εδώ και 50 χρόνια έχει στήσει μια «αυτοκρατορία» έχοντας γράψει για τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Ξυλούρη, τον Μητροπάνο, τον Καλογιάννη, τον Θηβαίο, τον Μητσιά, την Αλεξίου, τον Τσακνή, τον Λέκκα, τη Γλυκερία, τον Θαλασσινό, τον Μεράντζα, τον Ακατανόμαστο και δεν έχει τελειωμό, εντούτοις τα τελευταία χρόνια έκανε μια ...στροφή και έγραψε τραγούδια για τον Ψινάκη και την Καλλιόπη ανπαςμεάλλη Ζήνα. Μάλιστα, θεωρεί πια τον Πλούταρχο εξαιρετικό, όπως και τον Οικονομόπουλο. Και ναι, μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο που έγραψε πριν 45 χρόνια τα Λόγια και τα Χρόνια και το τραγούδησε ο Αρχάγγελος και σηκώθηκαν οι τρίχες και των αποτριχωμένων. Αυτός λοιπόν, όταν έγραψε για τον Ψινάκη, ξαφνικά έχασε την αξία που είχε όλα αυτά τα χρόνια; Είναι «λιγότερο καλός» τώρα; 


Θα μου πεις είναι περίπτωση αυτός, ξεμωράθηκε, ήθελε λεφτά και δεν ξέρω 'γω τι. 


Και θα σου πω εγώ: ο Σπύρος Γιατράς που έχει γράψει φανταστικά κομμάτια του Στράταρου του Διονυσίου, αλλά και ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών της Πάολας, του Notis Fasistakis και του Κιάμου, τι είναι; Καλός ή κακός;
Μήπως είναι καλός μόνο όταν γράφει για καλλιτέχνες που έχουν αποχτήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ταμπέλα του «μεγάλου, άρχοντα τραγουδιστή», και κακός όταν γράφει για τον Μαζωνάκη;
Επομένως, δε νομίζω οι στιχουργοί να χαρακτηρίζονται απ' τους καλλιτέχνες τους οποίους επιλέγουν να δώσουν τα τραγούδια τους.

2. Η αξία του στιχουργού καθορίζεται απ' το ίδιο το έργο του. Εάν είναι καλοί ή κακοί δηλαδής. (Φανταστείτε ειρωνεία: αυτό που είναι το πιο προφανές, το ακούω λιγότερο απ' το πρώτο!): Και τι κάνει, παππού, έναν στιχουργό καλό ή κακό; Έναν «πχιοτικό» κι έναν μη;



Η αυθόρμητη απάντηση του εμπαθούς θιασώτη των μουσικών ταμπελών θα ήταν η εξής: ο στίχος «έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε / είμαστε, λέει, το παρατράγουδο στα ωραία άσματα» είναι ποιοτικός, ενώ ο στίχος «πέρνα κι εσύ, όπως πέρασαν κι άλλες / πέρνα κι εσύ, κάνε τη ζωή μου σκάλες» είναι μη ποιοτικός. Ας το σκεφτούμε χωρίς τη σύνδεση με τους τάδε τραγουδιστές, είναι λέξεις σε σειρά, από την ίδια τράπεζα λέξεων. 


Δε τα 'γραψε ο Τριπολίτης ελληνικά κι ο Γιατράς στα βουλγάρικα!


Ενδεχομένως μερικές λέξεις όπως «πεμπτουσία», «όνειρο», «άγγελος» να ακούγονται πιο ωραίες, σε σχέση με άλλες όπως «τασάκι», «σκατά» και «λάσπη». Εντούτοις, πέρα απ' το ότι αυτό δεν έχει καμία αξία μιας και βρίθει ηλίθιας υποκειμενικότητας κι αφού φυσικά πάντοτε μετρά ο στόχος του στίχου και πώς λειτουργούν οι λέξεις στην επίτευξή του, μπορούμε ασφαλώς να ειπούμε ότι δεν υπάρχουν εμπορικές και ποιοτικές λέξεις.


Κι επειδή θέλω να σας κουράσω, θα το stretch κι άλλο: Ναι, πουλάκια μου, η εικόνα που δημιουργούμε στο μυαλό μας ακούγοντας ή διαβάζοντας τη λέξη «παράδεισος» είναι σαφώς πιο όμορφη απ' αυτή που δημιουργούμε με τη λέξη «κουράδα», όμως όταν εγώ πάω να γράψω ένα ποίημα, ένα στίχο, ένα κάτι, θα θελήσω να εκφράσω κάτι συγκεκριμένο, ένα συναίσθημα ή μια σκέψη, για το οποίο θα επιστρατεύσω πάλι ένα μέσο συγκεκριμένο (πεσσιμισμός, αισιοδοξία, χαρά, κριτική, ειρωνεία κ.ο.κ), και επιλέγοντας, για παράδειγμα, να γράψω κάτι σατυρικό, μπορεί η λέξη «σκατά» να είναι πιο "χρήσιμη" γι' αυτό που θέλω να πω, και το αισθητικό αποτέλεσμα να βγει πολύ καλύτερο ενώ με μια άλλη λέξη να 'βγαινε πιο ...σκατένιο (!).
Άρα αυτό, σύμφωνα με την παράλογη λογική των "άσχημων και όμορφων λέξεων", θα ήταν ένας λόγος για να χαρακτηριστώ κακός στιχουργός; Κάτι τέτοια λέγανε και για τον Σουρή στην εποχή του, και 160 χρόνια μετά, μας έχει κάνει διπλή προσπέραση και οδεύει για γκολ.


Άσε το άλλο, όταν η ίδια «καλή» λέξη χρησιμοποιείται σε δύο διαφορετικά είδη, τι γίνεται; Π.χ η λέξη «όνειρο» (ε ρε τι πάθαμε):


Όταν ο Αλκίνοος τραγουδάει «θα ξαναρθείς μόλις νυχτώσει / και τ' όνειρο πάλι την αλήθεια θα σώσει» είναι ψαγμένος και ποιοτικός, ενώ όταν η Βίσση τραγουδάει «σ' ένα όνειρο συναντηθήκαμε / μα πες μου πως δεν είναι λάθος, ένα ακόμη λάθος» είναι εμπορικιά και του πεταματού; Το όνειρο του Αλκίνοου είναι ανώτερο απ' το όνειρο του Καρβελίτο;
Ε, δε νομίζω.


Φυσικά θα μου πεις το ψειρίζεις πάρα πολύ, δεν είπε κανείς ότι συγκεκριμένες λέξεις είναι ωραίες και άλλες άσχημες, κι ότι ο Θανάσης που χρησιμοποιεί τη λέξη «κεχριμπάρι» είναι καλύτερος απ' τον Βέρτη που δε τη χρησιμοποιεί. Το ξέρω ότι το ψειρίζω πολύ, εξεπίτηδες το κάνω.


Μια άλλη άποψη που θα μπορούσαμε να πιάσομε στο θέμα του στίχου, και που θα είχε πιο πολύ νόημα απ' την παραπάνω, είναι ότι: δεν είναι οι λέξεις καθαυτές που κάνουν κάτι διαφορετικό απ' το άλλο, αλλά το στυλ όλου του στίχου.
Δηλαδή ότι ένα «καψούρικο» είναι χαμηλής ποιότητας, ενώ ένα που μιλάει για τη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας είναι υψηλής. Κάτσε ρε κοπελιά, ο Καρράς δηλαδή δεν δικαιούται να τραγουδήσει κάτι για την παιδική του ηλικία, επειδή τραγουδάει συνέχεια καψουρομαλακίες;
Και δηλαδή, με αυτή τη λογική, θα πρέπει να υπάρχει μια ταξινόμηση στα θέματα για τα οποία θα επιλέξεις να γράψεις; Θέματα ποιοτικά και θέματα χωρίς ποιότητα; Π.χ να αξιολογούνται κάπως έτσι από το χειρότερο στο καλύτερο:
5. Καψούρα
4. Χωρισμός
3. Έρωτας
2. Θάνατος
1. Όνειρα
Άντε βγάλε άκρη. Ο μόνος που θα συμφωνήσει με αυτή την ταξινόμηση θα 'σαι εσύ.


De facto δε γίνεται να υπάρξει ευρεία συμφωνία για το ποιο θέμα είναι πιο ποιοτικό απ' το άλλο. Στο κάτω κάτω, η ποιότητα δεν είναι αυτόνομη έννοια που σημαίνει το ίδιο πράγμα και out of context, είναι πάντοτε σχεσιακή!
Και φυσικά έχει πολλή περισσότερη ποιότητα, ή μάλλον έχει ποιότητα η Αγάπη του Καρυωτάκη απ' το Στήθος ή Μπούτι της Πέπης Τσεσμελή. (btw στο βιντεοκλίπ παίζει ο αδερφός του Μπουμπούκου)
Δεν το συζητάμε αυτό. Και σε γενικές γραμμές, σε μια εποχή που έχει χαρακτηριστεί από την ευρεία δημιουργία πεταμένων καψουροτίποτα, το να βγαίνει ο Θανάσης και να γράφει για τον Χομαγιούν και τον Βακάρ, δυο Πακιστανούς που προσπαθώντας να απεγκλωβίσουν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που είχε σκοντάψει στις ράγες του τρένου, βρήκαν γρήγορο και άδικο θάνατο, εξυμνώντας έτσι αυτούς τους δύο ήρωες που χάρισαν τη ζωή τους, σε μια πράξη ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑΣ, είναι κάτι το αφυπνιστικό. 
Κάτι το ξεχωριστό. Κάτι το βεβαίως ποιοτικό. Τέλος πάντων, εδώ είναι, κάντε ένα πωζ στον Λιστ, κι ακούστε το να καυλώσετε.


Αν συνεχίσομε να σκεφτόμαστε ότι τα φταίει ο στίχος, θα πρέπει να το πάμε πολύ πίσω, στον άξονα της θεματολογίας του στιχουργού. Ο Έρωτας π.χ, θα είναι πάντα ένα όμορφο θέμα για το οποίο θα νιώθομε την ανάγκη να γράψομε και να τραγουδήσομε κάτι. 


Κι η καψούρα, δηλαδή η επιθυμία του άλλου, σε συνδυασμό με τον πόνο που μπορείς να λάβεις έχοντας απορριφθεί απ' τον άλλο ή αντίθετα την εκπλήρωση της επιθυμίας, θα αποτελούν πάντα θέματα απ' την καθημερινή ζωή, για τα οποία πάντα θα εκφράζομε τα συναισθήματά μας.
Αδιαμφισβήτητο είναι ότι τίθεται πάντοτε το θέμα της καλογουστιάς ή της προχειρότητας, η οποία όμως και πάλι είναι υποκειμενική: για μένα δηλαδής, όταν ο Λουδοβίκος των Ανωγείων γράφει για τον Έρωτα, έχομε να κάνομε με ένα μουσικό τιμαλφές! Αντιθέτως, όταν γράφει ο Παντέλας, νιώθω την ανάγκη να ξεράσω απ' τα μάτια, και ο εμετός μου να κάνει κι αυτός εμετό. Μα ο έμετος δεν είναι λόγω "πρόχειρου" στίχου. Τσέκαρε:
Οι ρεμπέτες πριν 95 χρόνια, γράφανε για τη μαστούρα, τον αργιλέ, την καψούρα, τη φυλακή, τους διωγμούς κλπ, με ένα πολύ άμεσο τρόπο. Και  βεβαίως, αυτή η αμεσότητα δεν τους έκανε υποδεέστερους από κάτι ποιητές που λέγανε για λιβάδια, παραδείσους και ναζεικανειςηναμηζεί. Αλίμονο αν καταντήσομε να θεωρούμε την αμεσότητα ενός τραγουδιού «τετριμμένη» επειδή δεν απορρέει ψαγμενιά (που, η ειρωνεία είναι ότι όσοι τη βιάζουν για να βγει, καταλήγουν σε κάτι τέτοιες σάχλες).

Περνάω απ' την άλλη μεριά, να κάνω το δικηγόρο του διάολα: δεν ισχυρίζεται κανείς ότι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί στιχουργοί: 


Η διαφορά μεταξύ αυτών που κάνανε καριέρα γράφοντας σε 5 λεπτά λέξεις που κάνουν ομοιοκαταληξία μεταξύ τους ή πρήζοντάς μας το πουλί με τα ίδια και τα ίδια, και αυτών που κάτσανε και ασχολήθηκαν να καταπιαστούν με κάποιο θέμα με τρόπο όχι συνηθισμένο και βαρετό αλλά δημιουργικό και ταξιδιάρικο, και βγάλανε αριστουργήματα, είναι και θα είναι πάντα διακριτή.


Να δεις που τελικά η μουσική τα φταίει!


Ας υποθέσομε όμως ότι δε φταίει ο στίχος για τον διαχωρισμό, κι ότι φταίει η μουσική, η μελωδία.
Εδώ κι αν έχει ψωμί το πράμα.


Ότι ένα τσιφτετέλι δηλαδή, είναι κατώτερο από μια ροκ μπαλάντα. Το ένα ανήκει στις «εμπορευματοποιημένες μπούρδες» ενώ το άλλο στα «μελωδικά αριστουργήματα».


Ain't that a huge pile o' crap, or what? Δηλαδή η Βιτάλη που τραγούδαγε τσιφτετέλια είναι σκυλού ενώ η Αλίκη Καγιαλόγλου είναι ποιοτικιά; Guess what: η Βιτάλη γαμάει, κι η Καγιαλόγλου σπέρνει. Και γιατί δηλαδή το τσιφτετέλι να είναι υποδεέστερο;
Γιατί στοχεύει στην διασκέδαση και μόνο, θα μου πεις. Ενώ η μπαλάντα με τον ήσυχο ρυθμό της θα σε κάνει να δώσεις περισσότερη έμφαση στο στίχο, να ηρεμήσεις, να φιλοσοφήσεις, να κατουρήσεις. Ναι αλλά ο άνθρωπος δεν είναι οντότητα που έχει μόνο μια ανάγκη, το να ηρεμεί πχ. Έχομε ανάγκη να διασκεδάζομε, να χορέψομε, να ερωτευτούμε, να διαμαρτυρηθούμε, να βρίσομε, να να να... Και επίσης αυτό που θα μπορούσε κάποιος να πει, ότι δηλαδή ένα τσιφτετέλι εκ των πραγμάτων έχει και στίχο για πέταμα, δεν ισχύει με κανένα αηγεράσιμο.
Αν και αυτό είναι, πάλι, εντελώς υποκειμενικό. Για μένα το άμεσο και αληθινό «Μην περιμένεις πια» του Καλδάρα, πιο ωραίο στίχο έχει απ' το πομπώδες και επιτηδευμένο «Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» των Πυξ Κλαψ. Τσιφτετέλι - μπαλάντα, σημειώσατε 1.


Κι απ' την άλλη, υπάρχει και το άλλο το αξιοπερίεργο: τα ντιριντάχτα της Φουρέιρας δε σ' αρέσουν, αλλά τα ντιριντάχτα της Μελίνας Κανά σ' αρέσουν!


Δεν είναι όμως το ίδιο ντιριντάχτα; 
«Άντε βρε γελοίε που θα βγάλεις ίδια την Μελινάρα με τη Φουρέιρα». Ναι ντάξει μαζί σου.
Κι εγώ κατουράω Φουρέιρα αβέρτα, και αγαπώ την Κανά όσο δεν πάει, αλλά στην αποδόμηση των στερεότυπων πρέπει να 'χομε μια ορθολογικότητα, γκαντ ντέμεντ. 
Ειδικά στα ζεϊμπέκικα να δεις τι γίνεται. Και ο Άσιμος και ο Οικονομόπουλος σε 9/8 τραγούδησαν, άρα μάλλον δεν είναι η μουσική καθαυτή που κάνει κάτι πιο ποιοτικό ή πιο καλόγουστο απ' το άλλο. (Ντάξει για το τελευταίο παράδειγμα άνετα μου καίνε το σπίτι αλλά δεν πειράζει, βίβερε περικωλοσαμέντε.)


Πάντως, το ότι υπάρχουν είδη μουσικής δεν (θα 'πρεπε να) τίθεται υπό αμφισβήτηση.


Όπως και να το κάνομε, άλλο πράμα η PJ Harvey, άλλο οι Cradle of Filth, άλλο ο Hardwell, και άλλο ο Γιοβάν Τσαούς
Όλοι, θαρρώ, μπορούμε να αντιληφθούμε τη διαφορά του ήχου του καθενός. Και απ' αυτή τη γενική κι αυθόρμητη διαπίστωση, αν εμβαθύνομε, θα δούμε την τεράστια σημασία της ενορχήστρωσης ενός τραγουδιού.
Ντάξει, έχεις γράψει τις νοτούλες σου, ξέρεις πάνω κάτω αν θα 'ναι αργό ή γρήγορο, αλλά δεν έχει ενταχθεί ακόμα κάπου, πριν το ενορχηστρώσεις. Οι ίδιοι στίχοι του Αλκαίου στο Πόρτο Ρίκο, αν είχαν ενορχηστρωθεί διαφορετικά, θα μπορούσαν να ήταν ένα υπέροχο ζεϊμπέκικο! 
Τα μουσικά όργανα που θα χρησιμοποιηθούν είναι το κλου της υπόθεσης. Γι' αυτό το ροκ έχει τις ηλεκτρικές κιθάρες, το μέταλ τα έντονα drums σε συνδυασμό με τις ηλ. κιθάρες, το λαϊκό έχει το μπουζούκι του και πάει λέγοντας. Όμως, είναι η ενορχήστρωση «ικανή» να χαρακτηρίσει ένα τραγούδι ως ποιοτικό ή μη ποιοτικό; Όχι, φυσικά. Γιατί δεν είναι αυτή η δουλειά της, αλλά να δώσει στο τραγούδι ένα συγκεκριμένο στυλ! Και προφανώς δεν υπάρχουν όργανα υποδεέστερα από άλλα!
Ο μπαγλαμάς ήταν ..ελαφρολαϊκός όταν τον έπαιζε (no pun intended) ο Ρέμος, αλλά σαν τον έπιασε (again) ο Αγγελάκας, εξωραΐστηκε;


Τέλος πάντων, να πω και το άλλο: εγώ το 2014 μπορεί να το θεώρησα μια μουσική εποχή στην οποία άνθισε το κλαψομουνοτράγουδο. Να παιζόταν όλη μέρα ένας ίδιος ήχος ας πούμε, και να 'χα μπουχτίσει. Και απ' αυτή την ιδέα, αν άκουγα το «καινούργιο ανεπανάληπτο τραγούδι του Καρρά», να έλεγα ότι πρόκειται για μη ποιοτικό άσμα και να το απέρριπτα. Ιδίως αν λάμβανα υπόψη ότι μόνο τέτοια βγάζει.


Όμως, ο Χ μπορεί να σκεφτόταν ότι το 2014 δεν ήταν τόσο μεγάλη η παραγωγή καρρατράγουδων (κλεμμένος ο όρος), και άρα το τάδε καινούργιο κλαψοκαψούρικο να άξιζε!


Κι απ' αυτό θέλω να οδηγηθώ σε ένα αυτόματο συμπέρασμα: ο χαρακτηρισμός «ποιοτικό» για ένα τραγούδι, φυσικά διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έχει άμεση σχέση με την μουσική παιδεία του, την εποχή στην οποία μεγάλωσε, είναι, γενικώς, θέμα γούστου! Ο νεοελληνάρας όμως, μπερδεύει το δικό του γούστο με την καθολική αξία, που είναι βέβαια η μόνη που είναι αλήθεια, γι' αυτό και είναι αδύνατο να τη βρούμε και να πούμε με ασφάλεια ότι «αυτό είναι χάλια κι αυτό ωραίο». Θα μπορούσα να γράψω διαφορετικά το κείμενο, να το πιάσω καντιανά το πράμα και να δώσω την απάντηση που χρειάζεστε σε πέντε αράδες, αλλά όχι. Έρπω χαμαί.


Να γυρίσω στο προηγούμενο ύφος μου, λοιπόν.


Πλησιάζοντας την αλήθεια...


Κάτι που συχνά ακούω πάνω σ' αυτό το θέμα, και θεωρώ ότι είναι πιο κοντινό στο ρίαλ σιτσουέησο, είναι το πού τραγουδάει ο καθένας. Τι κοινό έχει και πού εμφανίζεται.
Με αυτή τη λογική, έχομε το δίπολο: Μπουζούκια - Μουσική Σκηνή.
Στα μπουζούκια βρίσκονται οι αυτοπάρακτοι αυτοσεισίφαλλοι, οι της χειραντλήσεως βλιτομάμες και της αυτορρύτου βαρβαρεγχύσεως (σχωρήστε με διάβαζα Ζουράρι πριν), και στις μουσικές σκηνές οι ψαγμένοι ποιοτικοί. 
Μπουζουξού η Πάολα, πχιοτικός ο Μαχαιρίτσας.
Χμ, λανθασμένοι οι χαρακτηρισμοί, αλλά σε γενικές γραμμές έχει μια βάση. Τα μπουζούκια είναι ένας χώρος που αποσκοπεί κατ' εξοχήν στην εύκολη διασκέδαση και μόνο. 
Δεν θα πάει κάποιος δηλαδή στα μπουζούκια για να ακούσει μελοποιημένη ποίηση, αυτό είναι το μόνο σίγουρο!
Ο τόπος που εμφανίζεται κάποιος, από μόνος του δε μας λέει τίποτα. 
Σάμπως η Βιτάλη κι ο Μάλαμας, σε σκυλάδικα δεν τραγουδούσαν χρόνια ολόκληρα;
Ποιοτικοί όμως θεωρούνται!
Αλλά ο τόπος, σε συνδυασμό με το είδος των παραστάσεων που φιλοξενεί, την μουσική παιδεία του κοινού που τις παρακολουθεί και εν τέλει, ο σκοπός που εξυπηρετεί κι ο στόχος που έχει ως προς αυτούς στους οποίους απευθύνεται, κάνει ένα μεγάλο μπουμ στο ζήτημα των διαφορών.
Κι ο Παπακωνσταντίνου, κι η Αρβανιτάκη, κι ο Κιάμος και η Στέλλα η Καλλή, διασκεδαστές είναι. Αλλά δεν είναι όλοι ίδιου τύπου διασκεδαστές, πώς να το κάνομε;
Και ξέρεις που διαφέρουν τελικά;


Το λάιφσταϊλ το άτιμο...


Ααακριβώς. Το λάιφσταϊλ. Όσο κι αν προσπαθούμε να πείσομε τους πάντες ότι «όλοι είναι το ίδιο, μουσική κι ο ένας μουσική κι ο άλλος», πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα μας κοιτούν λες κι είμαστε εξωγήινοι, και θα μας πετροβολούν σαν βέβηλους. 
Και καλά θα κάνουν.

Γιατί, το λάιφσταϊλ είναι τελικά η λέξη κλειδί! Και σόρρυ που το λέω, θα 'θελα έναν ελληνικό όρο, αλλά είναι σποτ ον, τα περιγράφει όλα. Απ' το πιο σημαντικό, το πόση διάρκεια έχει ο καλλιτέχνης (τεράστιο αξιακό κριτήριο), στον τρόπο ζωής, τον τρόπο επικοινωνίας και τη σχέση με το κοινό, το πού στοχεύει ο καθένας με τη μουσική του, τι λέει με τα τραγούδια του, τι λέει με τη στάση του κοινωνικά (αυτό θα το αναλύσω σε άλλο κείμενο, αλλά είναι σημαντικό να αναφερθεί).

Για παράδειγμα, όταν ακούω τον Καζούλη να τραγουδάει μουσικές και στίχους του, είμαι σε θέση να καταλάβω πού στοχεύει, και να τον αναγνωρίσω ως τίμιο καλλιτέχνη, που αγαπάει αυτό που κάνει, έχει ένα ευαίσθητο ήχο, σε ψυχαγωγεί ταξιδεύοντάς σε, με ένα ακραιφνές συναίσθημα που σε αγγίζει.
Άλλος μπορεί να πει ότι τον κοιμίζει, ότι ο στίχος του δεν είναι κάτι το σπουδαίο, αλλά κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τούτο: ότι δεν ακολούθησε την εύκολη λύση αλλά βγήκε σε μια σκυλοεποχή, και επιμένοντας στις ήσυχες μπαλάντες ακούστηκε και ευαισθητοποίησε ούρμπι ετ όρμπι. Ότι χωρίς φανφάρες, χωρίς περσόνες, χωρίς σόου, χωρίς τίποτα, εξέφρασε τις σκέψεις του, τις έντυσε με πολύ όμορφες και «σιγανές» μελωδίες και αφύπνησε το συναίσθημα, που πολλοί από μας κρύβομε πίσω από σκληρά και δήθεν προσωπεία (γαμώτιςμάσκεςμαςγαμώ). Και δικαίως, έμεινε :)
Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι εκ των πραγμάτων πολύ μεγαλύτερη αξία έχει ένας δημιουργός παρά ένας ερμηνευτής. Όχι ότι ο ερμηνευτής δε νιώθει αυτά που τραγουδάει, αλλά εκείνος που αποτυπώνει τη σκέψη του στο χαρτί, διαλέγει πώς θα της δώσει μουσική, και την τραγουδά όπως εκείνος νιώθει, είναι ρε παιδί μου κάτι ιερό.
Χωρίς βέβαια να αποκλείω καλλιτέχνες με καλή φωνή που μπορούν να απογειώσουν και να μαγέψουν το κάθε τι!

Θα μου πεις η αγαπημένη σου ελληνική φωνή είναι ο Κότσιρας, που ως επί το πλείστον άλλοι του γράφουν μουσικές και λόγια. Ή ότι σ' αυτό το παράδειγμα, υπάρχει κι ένας Παντελίδης ή ένας Βέρτης, που πάλι μόνοι τους τις γράφουνε και τις τραγουδάνε.
Ε, γι' αυτό το επιχείρημα, είναι αναγκαία μια διευκρίνηση του όρου «εμπορικός» και «ποιοτικός». Καταρχάς, ας πούμε το προφανές: όσο κι αν παρουσιάζονται ως αντίθετες έννοιες, δεν είναι. Το εμπορικός αναφέρεται σε άλλο πράγμα, το ποιοτικός σε άλλο.
Ένας ποιοτικός μπορεί να είναι και εμπορικός, και τανάπαλιν.

Όταν ξεκινάει κάποιος στη μουσική, προφανώς και έχει μια αγάπη γι' αυτή, ή ακόμη πιο πολύ, την ανάγκη να τραγουδήσει! 
Εντούτοις, υπάρχουν πολλοί τραγουδιάρηδες και μουσικάντηδες, που όταν μυριστούν ότι η μπίζνα αυτή έχει φράγκα, σου λέει ας γράψω πεντεδέκα παπαρίτσες, να τις βάλω σε ένα δίσκο, να κάνω και τις καλοκαιρινές μου αρπαχτές, μπας και τελειώσω την πισίνα που την έχω στα μπετά.
Εκεί είναι που αναφερόμαστε σε «εύκολα» τραγούδια, τραγούδια δηλαδή που δε φτιάχτηκαν ως ανάγκη ενός ανθρώπου να εκφραστεί, αλλά να πλουτίσει. 
Κι επειδή ο μέσος ακροατής δεν έχει και πολύ υψηλά στάνταρ, είναι σίγουρο ότι θα τα ακούσει και θα πλερώκει. Πλέον υπάρχει το youtube βέβαια, αλλά στατιστικά τα ίδια σκατά επικρατούν κι εκεί: 10 εκατομμύρια views οι Vegas, 10 χιλιάδες views η Μαρία Δημητριάδη.
«Έλα μωρέ, Δημητριάδη θα ακούμε λες και είμαστε τίποτα 95χρονοι;» 
Κούνια που σας κούναγε, λέω 'γω.

Τέλος πάντων, πού είχα μείνει;
Εύκολα εμπορικό, είναι κάτι που καταναλώνεται εύκολα και διαρκεί λίγο. Είναι δημιούργημα του εύκολου και πρόχειρου λάιφσταϊλ, που θέλει να σκαρφαλώσει στα τσαρτ και στα κλαμπάκια για δυο μήνες και μετά να δώσει τη θέση του σε άλλο. Τα μεγάλα τραγούδια δεν είναι έτσι. Ποιοτικό και εμπορικό μαζί, μπορεί να είναι κάτι; Μα αυτό λέω εδώ και δυο ώρες: ΦΥΣΙΚΑ. Ενδεχομένως να χρειαστεί μεγαλύτερο βάθος χρόνου για να αφομοιωθεί με το κοινό και να αγαπηθεί. 
Αλλά μην ανησυχείτε, φέλοου προλετάριανς: το πλέρωμα του χρόνου θα είναι στεγνό και στυγνό: το καινούργιο του Πλούταρχου θα κάνει 5 εκατομμύρια views στα μπαμ και θα εξαφανιστεί σε δυο μήνες, ενώ η Ανδρομέδα που της πήρε 6 (γιουτουμπικά) χρόνια για 1+ εκατομμύριο views, τραγουδιέται και δείχνει ακόμα τη δυνατότητα ενός άλλου, ιδιαίτερου δρόμου στη μουσική.
Είναι και διαφορετικό κοινό βέβαια: πολύ μικρότερο του Θανάση, αρκετά μεγαλύτερο του κλαψομούνη. Ευτυχώς είναι και μια Βελεσιώτου που ακούγεται παντού και είναι και γαμώ: αντίποινα στις σαχλαμάρες που παίζουν ολούθε.

Ξέφυγα πάλι. Για να γυρίσω σ' αυτό που έλεγα, ο Παντέλας γράφει μεν δικές του μουσικές, αλλά με τη λογική ότι «έγραψα για την πρώην μου μία φορά, με λατρέψανε. Έγραψα δεύτερη φορά, πάλι με λατρέψανε. Έγραψα τρίτη φορά, κοντέψανε να με θάψουνε στα γαρύφαλλα (αμήν και πότε), ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, άρα ας γράψω όσες παπαριές μπορώ, να γεμίσω και το Τεάτρο, να πάρω και τα φράγκα μου». 
Εκεί είναι το λάιφσταϊλ με λίγα λόγια!

Βεβαίως, η ίδια φραγκομπίζνα μπορεί να συμβεί και στους λεγόμενους «ποιοτικούς-έντεχνους». Να, οι Πυξ Λαξ για παράδειγμα: «γράψαμε ένα ακαταλαβίστικο και του βάλαμε 4 συγχορδίες, μας λάτρεψαν. Γράψαμε άλλο ένα ακαταλαβίστικο με πανεύκολη μουσική, πάλι μας λάτρεψαν. εδώ είμαστε λοιπόν!». 
Ας κάνομε και 125 ..τελευταίες συναυλίες να τ' αρπάξομε απ' όπου μπορούμε.

Ειδικά στο χιπ-χοπ να δεις τι γίνεται, που παίζει και η «αντεργκραουντίλα» έναντι της «εμπορικίλας» σε πιο σκληρά ρινγκ, και με πιο αιμοδιψές κοινό!
Προσωπικά, θεωρώ τους FFC θρύλους, αλλά λατρεύω και τους εμπορικούς για σένα Ημισκούμπριους!
Και οι Goin' through μ' άρεσαν στα πρώτα τους χρόνια, γιατί είχαν κάτι να πουν, και δεν ήταν για να παίζει το πουλί του ο Βουρλιώτης με σουξεδάκια.

«Όλο το πας από 'δω κι από 'κει. Τελικά εσύ πώς θεωρείς ότι πρέπει να το βλέπομε το πράμα;»
Λοιπόν, η Ματούλα Ζαμάνη λέει ότι η μουσική είναι μία. Σα να λέμε, τι Φοίβος τι Χατζιδάκις, το ίδιο και το αυτό. Γι' αυτό και στις συναυλίες της, μετά το «Έρημα Κορμιά», ρίχνει κι ένα «Να τη χαίρεσαι την καινούργια σου αγάπη». Ε, κακές οι ταμπέλες, δε λέω, αλλά μη το παραχέσομε κιόλας.
«Τι εννοείς να μη το παραχέσομε; Εσύ τόση ώρα δε μας πρήζεις ότι δε πρέπει να θεωρούμε κάτι κατώτερο του άλλου;». 

Τιμημένε ιντερνετικέ περπατητή, φόρα την ξεφτισμένη σου περιβολή, κι άσε με να γίνω ο γκοτάμα σου. Το μυστικό της ζωής είναι: εκλεκτικισμός! Άκου ν' ακούσεις και τσιλιάρισε να δεις. Το αν θα ακούσομε εύκολα ή ριζιμιά τραγούδια (που κατέχουν δηλαδή μια κοινωνική και μουσική εμβρίθεια), είναι δική μας επιλογή.
Μπορεί να μη θέλομε να το κουράσομε πολύ το ρημάδι μας ακούγοντας Νίκο Ξυδάκη, αλλά να επιλέξομε τα ..εύπεπτα! Όχι τα άσματα περιωπής, αλλά τα περιντροπής.

Όμως, απ' τη στιγμή που νιώσομε κάποια στιγμή την ανάγκη να ξεκαλουπώσουμε απ' την μουσική μας λακκούβα και ν' ανοίξουμε τ' αφεστώτα ώτα μας σε άλλους ήχους και στίχους, θα έρθομε αντιμέτωποι με το φαινόμενο του εκλεκτικισμού: δηλαδή να επιλέγομε απ' το ένα κι απ' το άλλο «στρατόπεδο», ό,τι ηχεί πιο αληθινό.
Γι' αυτό εγώ παρόλο που ανήκω στο λεγόμενο «έντεχνο στρατόπεδο», λατρεύω το Νατασσάκι. Είναι στο σκυλολάιφσταϊλ που μισώ, αλλά θεωρώ τη φωνή της άψογη από άποψη αμεσότητας και τεχνικής αρτιότητας.

Έχει ό,τι ζητώ να ακούσω σε μια γυναικεία φωνή: θηλυκότητα, δύναμη, καλόγουστο βιμπράτο κι όταν την ακούω να τραγουδάει κάτι τέτοια, πωρώνομαι.
Όπως ακριβώς παθαίνω και με την μεγάλη λατρεία μου, την Ρίτα Αντωνοπούλου, αλλά σε άλλη φάση φυσικά, και με άλλο μουσικό «συλλογισμό». Προσωπικά δίνω μεγάλη σημασία στη φωνή, αυτό είναι δικό μου κατσαβέτι, ενδεχομένως κάποιος άλλος πχιοτικός να κάνει μια μπουζουξίδικη «ατασθαλία» βασιζόμενος στο πόσο «παλικάρι» είναι ένας αυτού του είδους, κι όχι τόσο στη φωνή.
Πώς να το πω. Λέμε ρε παιδί μου, ο Καζαντζίδης κι ο Μπιθικώτσης είναι άρχοντες, θεωρούνται γίγαντες αυτής που ονομάζουμε αληθινή μουσική, παρόλο που δε τραγουδούσανε στο ...Μέγαρο!

Μάι πόιντ ιζ, πρέπει να βλέπομε τα πρόσωπα, τους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες ξεχωριστά, κι όχι τις ταμπέλες που άλλοι έχουν θέσει, μπλέκοντας ό,τι να 'ναι πράγματα, και διαμορφώνοντας ψεύτικα διλήμματα! Να αποφεύγουμε τις γενικεύσεις. Να μην είμαστε κομπλεξάρες.
Για να μην πω και το κλασσικό περί έντεχνου και άτεχνου.

Γενικά το μουσικό είδος δεν είναι το ίδιο με τη μουσική ταμπέλα.
Και πολλοί όροι με τους οποίους χαρακτηρίζομε μια μουσική, είναι εντελώς ασαφείς: 
ροκ, έντεχνο, σκυλάδικο. Τι είναι ροκ, τι είναι έντεχνο, και τι είναι σκυλάδικο;

Και ο «ροκάς» ή ο «μεταλάς» ποιος είναι;
1. αυτός που έχει φορέσει μουσικές παρωπίδες αρνούμενος να ακούσει οτιδήποτε άλλο; ή
2. αυτός που έψαξε κι άλλους ήχους αλλά πραγματικά προτιμάει το ριφφάκι μιας ηλεκτρικής κιθάρας και τη φωνή του Billy Gibbons, ή το γρύλισμα του Mike Disalvo;
Σε μια συντριπτική και σινάμα απογοητευτική πλειοψηφία, ο πρώτος, δηλαδή ο βλάκας, είναι αυτός που θα μας πρήξει με το πόσο μεταλάς είναι. Χρυσό βραβείο κόμπλεξ και έλλειψης μουσικής παιδείας.

Σ' όσους ακόμη με πάθος υπεραμύνονται του ευτελούς και παραπλανητικού διαχωρισμού «ποιοτικοί» και «εμπορικοί», θέτω το κάτωθι κουίζ.
Σε ποια απ' τις δύο κατηγορίες βάζετε τους: 
Έβαλα συγκεκριμένα κομμάτια του καθενός, για να δείτε ότι οι «εμπορικοί» τραγουδάνε «ποιοτικούς», οι μεν γράφουνε στους δε κι οι δε στους μεν.
(Το ρεμπέτικο και τα παραδοσιακά btw, πού ανήκουν; Ή τα ελαφρολαϊκά του Μάνου;)

Άρα, δεν υπάρχουν εμπορικοί και ποιοτικοί, έντεχνοι και άτεχνοι.
Αδέρφια, αλήτες πουλιά, ήρθε η ώρα να ξεκολλήσομε απ' τις ταμπέλες. Μπορεί κάτι που απορρίπταμε μέχρι τώρα, να μας εντυπωσιάσει και να μας εισάγει σε ένα καινούργιο μουσικό κόσμο. 

Κοιτάμε τα πρόσωπα και το πόσο αληθινός είναι ο καθένας, κι αν εμείς οι εντεχνοάπλυτοι ακούσομε μια φορά Θεοφάνους και μας αρέσει, να μη κάνομε την πάπια, αλλά να βγούμε να το φωνάξομε και να κάψουμε και τα σουτιέν της διπλανής μας, εξιλεωμένοι που βγήκαμε απ' την ντουλάπα (πάλι no pun intended).
Να απορρίψομε τον Πλούταρχο και τη Βανδή και το Χατζηγιάννη ξέρω 'γω, όχι επειδή έχουν την ταμπέλα του «εμπορικού», αλλά λέγοντας: δε μ' αρέσει, γιατί έχει σκατά φωνή, γιατί έχει σκατά κοινό, γιατί έχει ηλίθια μουσική, γιατί, γιατί, γιατί. Ή, ακόμη καλύτερα: να μην πούμε πως δε μας αρέσει γενικά η Βανδή, αλλά πως δε μας αρέσει το χ, το ψ ή το ω κομμάτι της, αιτιολογώντας το.

Πιστεύω ότι τώρα που τελειώσατε αυτό το κουραστικό κείμενο, θα έχει τελειώσει το κομμάτι που βάλαμε στην αρχή, άρα ας κλείσομε με κάτι εξίσου όμορφο:

Ποίηση Νίκου Καββαδία, μελοποίηση Ξέμπαρκων
 (Νότης Χασάπης, Ηλίας Αριώτης) | 1986

Αν με ξαναρωτήσετε, επομένως, τι μουσική ακούω, θα σας απαντήσω:
ό,τι μου ακούγεται καλόγουστο και μπορεί να μου χαρίσει μερικά λεπτά ταξιδιού :)

Υ.Γ Ένας καλός μου φίλος που διάβασε το κείμενο αυτό, ένα άτομο με ασίγαστη ανάγκη για δημιουργική σκέψη πάνω στο κάθε ζήτημα, μου έστειλε το δικό του σχόλιο και χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισα να το συμπεριλάβω στο κείμενο, γιατί εισήγαγε ένα σημαντικότατο στοιχείο που, κατά κάποιο τρόπο «λύνει το κουβάρι»: την επικοινωνία του καλλιτέχνη με τις ρίζες! Κατόπιν αυτού, ανακύπτουν έτερα δρομάκια προς την Αλήθεια, που δεν τα σκέφτηκα και δεν τα ανέφερα. Το σχόλιο είπα ότι θα το βάλω σαν κείμενο, στο τέλος του δικού μου, όμως επειδή έχει μια έκταση κι επειδή αγγίζει το θέμα από διαφορετικές οπτικές, μπορείτε να το απολαύσετε πατώντας εδώ.

Σ' ευχαριστώ πολύ Δημήτρη!