Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Τζων Λέννον, Πωλ Μακάρτνυ: «Η Λούσυ στον ουρανό με διαμάντια»

Πρωτότυπος στίχος:
"Lucy  In the Sky with Diamonds"
από τον δίσκο τών Beatles
"Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band"
1967

Τα Σκαθάρια!

«Η ΛΟΥΣΥ  ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΕ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ»

Φαντάσου ότι είσαι σε μια βάρκα, σ' έναν ποταμό,
γύρω μανταρινόδεντρα, μαρμελαδένια ουράνια,
Και κάποιος σε καλεί μα εσύ δεν απαντάς αμέσως·
Είναι ένα κορίτσι με καλειδοσκόπια μάτια.

Κίτρινα κι ολοπράσινα τα σελοφάνινα άνθη
επάνω απ' το κεφάλι σου να υψώνονται σαν πύργοι.
Ψάχνεις το κοριτσάκι που στα μάτια έχει τον ήλιο,
μα έχει χαθεί.

Στη γέφυρα την ακλουθείς, πλάι σε μια κρήνη όπου
ροκάρουν αλογάνθρωποι μάρσμελοου μασώντας,
Όλοι τους σου χαμογελούν απ' τα λουλούδια ως πλέεις,
που τόσο υπερύψηλα έχουν ανθοβολήσει.

Στην όχθη εμφανίζονται ταξί από εφημερίδες
κι όλα σε περιμένουνε αλάργα να σε πάρουν.
Με το μυαλό στα σύννεφα, στην πλάτη σκαρφαλώνεις
κι έχεις χαθεί.

Φαντάσου ότι είσαι σ' ένα τρένο, με αχθοφόρους γύρω
πλαστέλινους που γυάλινες μάλλον φορούν γραβάτες,
Και ξαφνικά εμφανίζεται στις αποβάθρες κάποιος:
Το κορίτσι με τα δυο καλειδοσκόπια μάτια.

Η Λούσυ — Στον ουρανό με διαμάντια
Η Λούσυ — Στον ουρανό με διαμάντια
Η Λούσυ — Στον ουρανό με διαμάντια...


Μεταγραφή στα ελληνικά:
Άρης Φίλιππας

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Ρέντσο Νοβατόρε, Ο Απαλλοτριωτής

Ένα απόσπασμα απ' την συλλογή κειμένων τού ιλλεγκαλιστή Ρέντσο Νοβατόρε (1890-1922), με τίτλο Renzo Novatore. Ο ιππότης του μηδενός - επιλεγμένα κείμενα 1917-1922, εκδ. Διάδοση, 2006.
Ο μεταφραστής των κειμένων δεν αναφέρεται.


Απ' το κείμενό του αυτό που δημοσιεύτηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1919 στο περιοδικό Iconoclasta, ερχόμαστε κατευθείαν σε επαφή με το ωραίο του πνεύμα, τη δύναμη της σκέψης του, την αγάπη του για τον Φρειδερίκο Νίτσε, την ποίηση, τους έρωτες και τους δαίμονες που ορίζουν τον ίδιο τον αγωνιστή και τον κρίσιμο λόγο του. Αντιγράφω μέσα απ' το βιβλίο:


Ο ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΤΗΣ
[Iconoclasta, Πιστόια, ν. 10, 26 Νοεμβρίου 1919]

Η ελευθερία μου και τα δικαιώματά μου είναι
τόσα όσα και η ισχύς μου.
Ακόμη και την ευτυχία και τη μεγαλοσύνη
θα τις έχω μόνο στο μέτρο της δύναμής μου!

  Ο Απαλλοτριωτής είναι η πιο ωραία αρσενική φιγούρα, απροκατάληπτη και αρρενωπή που συνάντησα ποτέ στον Αναρχισμό. Αυτός είναι που δεν έχει τίποτε να περιμένει. Αυτός είναι που δεν έχει κανένα βωμό για να θυσιαστεί. Αυτός δοξάζει μονάχα τη Ζωή με τη φιλοσοφία της Δράσης.
   Τον γνώρισα σε ένα μακρινό αυγουστιάτικο μεσημέρι ενώ ο ήλιος μετέτρεπε σε χρυσάφι την πρασινίζουσα φύση, που γιορτινή και αρωματισμένη τραγουδούσε εύθυμα τραγούδια παγανιστικής ομορφιάς. Μου είπε: "Ήμουν πάντα ένα πνεύμα ανήσυχο, περιπλανώμενο και εξεγερμένο. Μελέτησα τους ανθρώπους και την ψυχή τους τόσο σε βιβλία όσο και στην πραγματικότητα. Αυτό που βρήκα ήταν ένα αμάλγαμα κωμικού, αγοραίου και δειλίας. Από όλα αυτά μου έμεινε μια αίσθηση ναυτίας. Από τη μία κυριαρχούν τα απειλητικά ηθικά φαντάσματα δημιουργημένα από το ψέμα και την υποκρισία. Από την άλλη τα κτήνη προς θυσία που λατρεύουν με φανατισμό και δειλία. Αυτός είναι ο κόσμος των ανθρώπων. Αυτή είναι η ανθρωπότητα. Για αυτό τον κόσμο, για αυτούς τους ανθρώπους, για αυτή την ανθρωπότητα εγώ αισθάνομαι απέχθεια. Πληβείοι και αστοί είναι ισότιμοι. Αμφότεροι είναι άξιοι. Ο σοσιαλισμός δεν είναι αυτής της γνώμης. Αυτός ανακάλυψε το καλό και το κακό. Και για να καταστρέψει αυτούς τους δυο ανταγωνισμούς δημιούργησε δυο άλλα φαντάσματα: Ισότητα και Αδελφότητα μεταξύ των ανθρώπων...
    Αλλά οι άνθρωποι θα είναι ίσοι απέναντι στο κράτος και ελεύθεροι στο Σοσιαλισμό... Αυτός -ο σοσιαλισμός- απαρνήθηκε τη Δύναμη, τη Νεότητα, τον Πόλεμο! Αλλά όταν οι αστοί, οι άθλιοι του πνεύματος, δεν θέλουν να ξέρουν ότι είναι ίσοι με τους πληβείους, τους άθλιους της σάρκας, τότε ακόμη και ο σοσιαλισμός δέχεται, κλαψουρίζοντας, τον πόλεμο. Ναι, ακόμη και ο σοσιαλισμός δέχεται τους φόνους και τις απαλλοτριώσεις. Αλλά στο όνομα ενός ιδανικού ισότητας και ανθρώπινης αδελφότητας... Από εκείνη την άγια αδελφότητα που ξεκίνησαν οι Κάιν και Άβελ!...
    Μα με το σοσιαλισμό σκέφτεται κανείς κατά το ήμισυ, ελευθερώνεται κατά το ήμισυ, ζει τα μισά!... Ο σοσιαλισμός είναι αδιαλλαξία, είναι ανικανότητα να ζεις, είναι η πίστη στο φόβο. Εγώ πάω πιο πέρα! Ο σοσιαλισμός θεώρησε καλό την ισότητα και κακό την ανισότητα. Καλοί οι δούλοι, κακοί οι τύραννοι. Εγώ διέσχισα το κατώφλι του καλού και του κακού για να ζήσω έντονα τη ζωή μου. Εγώ ζω σήμερα και δεν μπορώ να περιμένω το αύριο. Η αναμονή είναι για τους λαούς και την ανθρωπότητα, γι' αυτό και δεν είναι δικιά μου δουλειά. Το μέλλον είναι η μάσκα του φόβου. Το θάρρος και η δύναμη δεν έχουν μέλλον για τον απλό λόγο ότι τα ίδια είναι το μέλλον, που εξεγείρεται ενάντια στο παρελθόν καταστρέφοντάς το.
    Η καθαρότητα της ζωής εξελίσσεται μόνο με την ευγένεια του θάρρους, που είναι η φιλοσοφία της δράσης".
    Παρατήρησα: "Η καθαρότητα αυτής της ζωής μου φαίνεται να πλησιάζει το έγκλημα!"
    Απάντησε: "Το έγκλημα είναι ανώτατη σύνθεση ελευθερίας και ζωής. Ο ηθικός κόσμος είναι ο κόσμος των φαντασμάτων. Εκεί υπάρχουν φαντάσματα και σκιές φαντασμάτων: εκεί υπάρχει το Ιδεατό, η οικουμενική Αγάπη, το Μέλλον. Ιδού η σκιά των φαντασμάτων: εκεί υπάρχει άγνοια, φόβος, δειλία. Βαθύ σκοτάδι. Σκοτάδι αιώνιο, ίσως. Και εγώ έζησα για μια μέρα, εκεί στη φρικτή και ρυπαρή φυλακή. Έπειτα οπλίστηκα με έναν ιερό πυρσό για να κάψω τα φαντάσματα και να βιάσω τη νύχτα. Όταν έφτασα μπρος στα σκουριασμένα κάγκελα του καλού και του κακού, τα γκρέμισα μανιασμένα και διέσχισα το κατώφλι. Η αστική τάξη μού πέταξε το ηθικό της ανάθεμα και ο ηλίθιος λαός την ηθική του κατάρα.
    Μα και οι μεν και οι δε, είναι ανθρωπότητα. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος. Η ανθρωπότητα είναι ο εχθρός μου. Αυτή θέλει να με σφίξει μέσα στα χιλιάδες της τρομερά πλοκάμια. Εγώ ψάχνω μόνο να αποσπάσω απ' αυτή ό,τι καλύπτει τις επιθυμίες μου. Είμαστε σε πόλεμο! Ό,τι έχω τη δύναμη να αποσπάσω, είναι δικό μου. Και ό,τι είναι δικό μου το θυσιάζω στο βωμό της ελευθερίας μου και της ζωής μου.
    Εκείνης της ζωής μου που αισθάνομαι να πάλλεται μέσα στις φοβερές φλόγες που μου καίνε την καρδιά, ανάμεσα σ' εκείνο τον άγριο σπαραγμό όλου μου του είναι, που φουσκώνει την καρδιά μου με θεϊκές καταιγίδες και κάνει να αντηχούν στο πνεύμα εκκωφαντικές πολεμικές φανφάρες και πολυφωνικές συμφωνίες μιας ανώτερης αγάπης, παράξενης και άγνωστης, που γεμίζει τις φλέβες με αίμα θεριεμένο και δυνατό, το οποίο σκορπίζεται στο σύνολο των μυών μου, των νεύρων και της σάρκας μου, δονήσεις διαβολικές μιας χαρούμενης επέκτασης, εκείνης της ζωής μου που διαβλέπω μέσω των τρελών οραμάτων των φανταστικών μου ονείρων, που χρειάζεται και λαχταρά αιώνια εξέλιξη. Το σύνθημά μου είναι να περπατώ απαλλοτριώνοντας και καίγοντας, αφήνοντας πίσω μου ουρλιαχτά ηθικών προσβολών και κομμάτια παλιών αντικειμένων να καπνίζουν. Όταν οι άνθρωποι δεν θα κατέχουν πια τα ηθικά πλούτη -μοναδικοί πραγματικοί θησαυροί όντως απαραβίαστοι- τότε θα πετάξω τα αντικλείδια μου. Όταν στον κόσμο δεν θα υπάρχουν πια φαντάσματα, θα πετάξω τον πυρσό μου. Αλλά αυτό το μέλλον είναι μακρινό, αλλά ίσως και να μην είναι! Και εγώ είμαι ένας γιος αυτού του μακρινού μέλλοντος, θεμελιωμένο σε αυτό τον κόσμο πάνω στο Τυχαίο, στην ισχύ τού οποίου εγώ υποκλίνομαι".
    Έτσι μου είπε ο Απαλλοτριωτής σ' εκείνο το μακρινό αυγουστιάτικο μεσημέρι, ενώ ο ήλιος μετέτρεπε σε χρυσάφι την πρασινίζουσα Φύση, που, γιορτινή και αρωματισμένη, τραγουδούσε χαρούμενα τραγούδια παγανιστικής ομορφιάς.

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Έντεκα τραγούδια που θα μπορούσαν να ολοκληρώνονται στην πρώτη τους φράση

Ένα απ' τα πιο συνήθη «στοιχήματα» ενός στιχουργού μέσα στο εξ ορισμού συμπυκνωμένο πλαίσιο που καλείται να γράψει, είναι αυτό που θα λέγαμε «να βρει την ατάκα». Τι είναι η ατάκα; Είναι εκείνος ο στίχος ο οποίος θα ορίσει μ’ έναν τρόπο όλο το τραγούδι. Θα γίνει το «σύνθημα» ή το «απόφθεγμα», όχι βεβαίως υπό την έννοια μιας επικαιρικής catchphrase ή μιας τετριμμένης γηπεδικής πολιτικολογίας, αλλά περσότερο ως ένα συμπυκνωμένο/αυτάρκες μήνυμα - γκράφιτι σ' έναν τοίχο, μια φράση που και μόνη της νάταν, θα εσώκλειε ό,τι έχει το τραγούδι να πει.


Όταν, δε, αυτό συμβαίνει, όχι μέσα στο ρεφραίν ή στην εκπνοή ενός τραγουδιού, αλλά στην έναρξή του, στην πρώτη-πρώτη γνωριμία μας με αυτό, μας καταλαμβάνει κατευθείαν ένα συναίσθημα τόσο ισχυρό, που, ακόμη και να φλυαρούσε στην υπόλοιπη διάρκειά του ή να επαναλαμβανόταν άτεχνα, ίσως και να μη το προσέχαμε καν.
Ας τα βαφτίσουμε αυτά τραγούδια της πρώτης φράσης, αυτής, που μας παίρνει αγκαλιά και μας κουβαλάει ασύνειδους μέχρι την τελευταία νότα.
Σε αυτή τη λίστα υπάρχουν 11 τέτοιες περιπτώσεις που έχω εντοπίσει με το προσωπικό μου κριτήριο: δεν είναι, άρα, θέσφατο, τίποτε απ’ αυτά, είναι όλα άποψη.

Εδώ, ο πηγαίος Μιχάλης Μπουρμπούλης δίνει ένα προμάντεμα όπως θάβγαινε απ’ το στόμα ενός ταλαιπωρημένου κόσμου που κοιτά στο παρελθόν, συνειδητοποιεί την καταστροφή των μεγαλοϊδεατισμών και την θέση του μέσα σ’ αυτή και περιμένει το τελεσίγραφο. Ο Μπουρμπούλης βάζει δικαστή την Φύση, ίσως όχι καθαυτή, μάλλον υπαινισσόμενος την Ιστορία ή, εν πάση περιπτώσει, κάτι άχρονο, κάτι που να μην είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Θα μας δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι, παναπεί η δίκη πλησιάζει κι αυτή τη φορά δεν θα είμαστε απ’ τη μεριά τού δικαστή.

Σ’ ετούτο το διαμάντι του, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει αποτινάξει το τυποποιημένο ρούχο τού ελαφρού τροβαδούρου, κι είναι αγνός και αδρός σαν κάποιον όμορφο ήρωα όταν κοιτάζει την αγαπημένη του. Το πετυχημένο εδώ δεν είναι τόσο η σύλληψη που έχει κάνει (ο έρωτας εξάλλου είναι το λαμπρότερο παράλογο)· μα περσότερο ο συμπαγής τρόπος που το κατέγραψε, που σε κάνει να νομίζεις ότι πρόκειται, πράγματι, για τον πιο ερωτευμένο άνθρωπο της γης. Του φοράει τον γνώριμό μας ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο και: Όλες του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό σου, χρειάζεται να πει κάτι άλλο;

Ο Ζαμπέτας έλεγε για τον Θεοδόση Άθα ότι με κάποιο τρόπο προέβλεπε τον θάνατό του μέσα απ’ τους στίχους του. Έχει πράγματι τεράστιο ενδιαφέρον το πόσο πιστά συμβάδιζε η –σύντομη- ζωή του με το -μικρό ποσοτικά- έργο του. Θα μπορούσε να είναι ο Χίτσκοκ σ’ ένα περιπαικτικό cameo του, όπου απλώς υπάρχει στο παρασκήνιο ξεφυλλίζοντας μια εφημερίδα ή κοιτώντας τους γύρω αργόσχολους, με φόντο κάποιο στενάκι τής Νέας Υόρκης. Εδώ, αρπάζει έναν απ’ αυτούς, και με μια στιβαρή κουβέντα μάς δίνει κατευθείαν όλο τον χαρακτήρα και την ιστορία του: Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός και τονε ξέραν όλοι, κι αμέσως νιώθουμε σαν να τον ξέρουμε χρόνια.

γνωστό και ως ο εθνικός ύμνος.

Στο «παιχνίδι τής ατάκας», ο Άκης Πάνου είναι μάλλον ο συνηθέστερος νικητής, αφού ο στίχος του είναι, σχεδόν πάντα, συμπυκνωμένος και, ούτως ειπείν, ατακαδόρικος. Τι να πρωτοπιάσεις: ΤρελόςΕφτά νομάΗ ζωή μου όλη, ΜίσοςΚλε κ.α. Στην παρούσα, όμως, περίπτωση, έχει ξεπεράσει νομίζω τον εαυτό του. Διανόημα μηδέν, μόνο συναίσθημα. Λογική μηδέν, μόνο θολούρα. Κι ο θολωμένος είναι ο θεός ο ίδιος. Στο θολωμένο μου μυαλό ο κόσμος είναι μια σταλιά, μ’ άλλα λόγια, μες στον ζαλισμένο ηλεκτρισμό μου βλέπω και φτιάχνω τον κόσμο όπως γουστάρω.

Απ’ την πρώτη στιγμή, εδώ, ο Ζούδιαρης σε εισάγει στο σύμπαν που πρόκειται να δημιουργήσει. Παίρνεις την ιδέα για κάθε τοπίο και κάθε δραστηριότητα. Ο χρόνος βέβαια είναι μέλλοντας, έτσι που να ηχούν όλα σαν μεθυσμένα όνειρα κάποιου ερωτευμένου, αλλά εδώ υπάρχουν δυο άξονες που στηρίζουν όλο τον στίχο: πρώτο, η μη γραμμική έκφραση με τις απρόοπτες εναλλαγές προσώπου (χαρακτηριστικά ενός μεθυσμένου ονειροπόλου), δεύτερο και σημαντικότερο, η λειτουργία τής Φύσης, και με τους γεωγραφικούς και με τους πνευματικούς τρόπους. Ο άνεμος θα καίει στη γη του Νείλου: άνεμος, φωτιά, γη, νερό· οι τέσσερις ουσίες τής Φύσης κατά τους προσωκρατικούς Ίωνες φιλοσόφους.

Κανείς δεν αμφισβητεί πως η Λίνα Νικολακοπούλου είναι μια άξια στιχουργός. Εγώ που ποτέ δεν πέταγα τη σκούφια μου για το έργο της, οφείλω να της αναγνωρίσω κάποιες πραγματικά αστραφτερές στιγμές σαν κι ετούτη εδώ. Εξαιρετικό σαν τραγούδι, μα και ο στίχος μοναχά, έχει ποιότητες. Κρατώ δυο πράγματα κυρίως: την αυτοϋπονόμευση και το παράλογό του. Σαν να λέμε, σημείωμα αυτοκαταστροφής. Το εγώ διατηρεί πάντα την τυπική νοσταλγία που χαρακτηρίζει τη στιχουργό, αλλά εμένα εδώ με ενθουσιάζει αυτή η διάθεση του να κάνω κάτι τρελό και να πάρω πάνω μου τις συνέπειες. Ένα παιχνίδισμα χωρίς σκέψη, μια ποιητική αποκοτιά. Κοντά στα κύματα θα χτίσω το παλάτι μου, να λιώνει μες στη θάλασσα το σπίτι μου κι εγώ, μέσα, μαζί του.

Άμα καθότανε κάποιος να μαζέψει τις ατάκες απ’ τα ρεμπέτικα, θάτρωγε τα νιάτα του και προκοπή δεν θάβλεπε. Θες γιατί δεν τους πήγαιναν τα πολλά-πολλά, θες γιατί η περίπλοκη βαβούρα μιας εποχής σε κάνει να γυρεύεις αντανακλαστικά το πιο απλό για να εκφραστείς, τα ρεμπέτικα είναι, μάλλον, φύσει αφοριστικά. Διάλεξα τον Ισοβίτη τού Μάρκου Βαμβακάρη γιατί σε 7 λέξεις έχει πλήρως περιγράψει μια μουσική εποχή, δώσει τον αντιήρωα του ρεμπέτικου, φτιάξει μια φράση που χρησιμεύει για φιλολογική μελέτη (η σύνταξη, η χασμωδία, η αφαίρεση) και, τέλος, κατονομάσει τρία κύρια χαρακτηριστικά του είδους: έγκλημα, ζόρικες συνθήκες, αδιέξοδος έρωτας. Στη φυλακή με κλείσανε ισόβια για σένα, κι άντε να συνέλθεις μετά απ’ αυτή την κουβέντα.

Τι να πεις για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον σημαντικότερο τραγουδοποιό τής τελευταίας 25ετίας, αφού όλα του τα γραφτά ζητούν, μάλλον, πολλαπλές αναγνώσεις. Σίγουρα πάντως ο τραγουδοποιός ελκύεται, μεταξύ άλλων, από τρία βασικά πράγματα: δαιμόνιους (αντι)ήρωες, δημοτική παράδοση, απόπειρες λύτρωσης. Στοχάζεται και παίζει με αυτά τα τρία, πότε εναλλάσσοντας πρόσωπα και πότε τ(ρ)όπους. Εδώ, κοιτάζει μετά από 90 χρόνια τη φωτογραφία ενός μεξικάνου αντάρτη και στήνει θεατρικά μια ιστορία λύτρωσης σε τρεις πράξεις. Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται, ένας στίχος που θα μπορούσε να έμενε, εκεί χωρίς να μας λέει τι σκέφτεται, και πάλι θα παίρναμε όλη την εικόνα. Απ’ τη μια το πάθος και δίπλα ο λογισμός- το τελευταίο υπαρξιακό του αντάρτικο λίγο πριν γίνει η βροχή που θάρθει.

Πόσο, μα πόσο, μα πόσο πολύ αγαπώ την Σώτια Τσώτου. Λαϊκή ποίηση, αγνός λόγος, μεστός, που δεν φλυαρεί σχεδόν ποτέ, δεν φιλολογίζει, δεν ξεπέφτει σε ευκολίες. Κι είναι πλούσια, φυσικά, σε αυτού του είδους τον αποφθεγματικό λόγο που αναζητώ εδώ. Στο Ξέρω Νεκρούς, όμως, η Τσώτου αναποδογυρίζει το σύμπαν: αντικρύζει τον άνθρωπο μέσα απ’ τη φθορά τής ρουτίνας και πυροβολεί χωρίς να βάζει χρονικά όρια. Όχι μόνο ο πρώτος, εδώ κάθε στίχος είναι γκράφιτι σε τοίχοΞέρω νεκρούς που έχουνε τα μάτια ανοιχτά, σα να σε πιάνει απ’ το γιακά και να σου λέει: αδερφέ, έχεις πεθάνει και παριστάνεις πως ζεις· κατάλαβέ το: είσαι νεκρός από καιρό.

Δύο τραγούδια πιστεύω πως μπορούν να δώσουν το τι σημαίνει Μανώλης Ρασούλης σε όλη του την έκταση και ένταση: το Τίποτα δεν πάει χαμένο και το Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις απόκριες. Διάλεξα το δεύτερο απλώς γιατί νομίζω πως το μήνυμά του δεν κακοποιήθηκε τόσο από τον πολιτικάντικο συρφετό τής Μεταπολίτευσης. Ήταν τόσο δυνατό και με τόσο σαφή στόχο που αν το ακουμπούσε κάποιος θα του έπεφτε το χέρι. Εδώ ο στίχος στηλιτεύει εκείνον που το πρωί αυτοχρίζεται επαναστάτης και μέχρι το βράδυ έχει μεταλλαχτεί σε κυρ Παντελής, ήτοι αυτό το επιστημονικό θαύμα που ονομάζεται νεοέλληνας και που ο Ρασούλης εγνώρισε και απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη. Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις απόκριες κι άρχισες να μιλάς για ελευθερία, ή αλλιώς, τι θα μας τραγουδούσε ο καθρέφτης αν είχε στόμα.

Κανονικά το κείμενο τέλειωνε στην παραπάνω, δέκατη περίπτωση, όμως δεν το ένιωθα καλά να μην αναφέρω τον κρίσιμο Σαββόπουλο, στον οποίο χρωστάνε, ανεξαιρέτως, όλοι οι μετανεοκυματικοί δημιουργοί. Διαλέγω, δε, αυτό τον στίχο και όχι κάποιον άλλο του, γιατί πιστεύω πως δίνει με τρόπο εκλεκτό τα συστατικά δημιουργίας τουλάχιστον τριών μουσικών γενεών που τον ακολούθησαν. Μια ποίηση αστικής καταγωγής που βάλθηκε με τον πιο ανατρεπτικό τρόπο να τραγουδήσει τις ιστορίες των ανθρώπων και να αυτοστοχαστεί κριτικά. Παίρνει μολύβι και χαρτί μέσα απ’ το λαγούμι που κρύφτηκε για να ξαποστάσει και προσπαθεί να ξεγεννήσει απ’ το σκοτάδι ένα ελάχιστο φως· απ’ την απόγνωση μιαν έσχατη ιαχή.

Αντί επιλόγου
Γιατί δεν έβαλα την αγία Λένα Πλάτωνος, τον μετασεισμικό Δημήτρη Αποστολάκη, τον Αγγελάκα, τον Άσιμο, τον «παππού» Τσιτσάνη; Περίπου για τον ίδιο λόγο: απ’ το κοφτερό έργο τού καθενός, προσπάθησα, αλλά δεν κατάφερα να τραβήξω κάτι και να πω εδώ είμαστε. Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Είτε γιατί δεν είναι πολύ έντονη η ατάκα στα τραγούδια τους, είτε γιατί είναι τόσο έντονη που δεν μπορούσα να διαλέξω.
Αλλά βέβαια, δεν υπάρχει κανόνας που να επιβάλει τον «αποφθεγματικό δρόμο» (αλίμονο!) και το κείμενο αυτό δεν είναι παρά ένα παιχνίδι, ή, τέλος πάντων, μια αφελής προτροπή να δίνουμε στον στίχο και τον δημιουργό του τη σημασία που τους πρέπει και, βλέποντας το τραγούδι όχι σαν προϊόν αλλά σαν σεντόνι ιστοριών, ν’ αφεθούμε ακομπλεξάριστα, όταν βρούμε τις λέξεις εκείνες που θα μιλήσουν στον καθένα μας πιο ξάστερα και πιο δυνατά.

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Ποιητικοί διαγωνισμοί - Όχι άλλος αισθητικός πασοκισμός

Εκεί που τελειώνει η μαγεία των λέξεων κι οι Ποίησες τού κόσμου εξαντλούν τη μυστηριακή τους κίνηση, εκεί στο αιχμηρό τέρμα τής καλλιτεχνικής δημιουργίας, φυτρώνουν, επιτομή θαρρείς της κακαισθησίας, για ν' απλώσουν, χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ, τα άσχημα μουγκρητά τους, οι ποιητικοί διαγωνισμοί.

Πέρα απ' την εξόφθαλμη αντίφαση της ίδιας της φράσης «ποιητικός διαγωνισμός», καθόλου δύσκολο δεν είναι να αντιληφθεί κανείς -ακόμη και διαισθητικά- το ψέμα τής όλης υπόθεσης. «Μα, ποιο ψέμα, αφού όντως διαγωνισμοί είναι!» - ναι, διαγωνισμοί είναι σίγουρα, απλώς, έχουν τόση σχέση με την Ποίηση, όση έχουν τα τηλεοπτικά talent show με τη Μουσική.


Άρα με τι έχουμε να κάνουμε; Μα τι άλλο παρά με ένα αγνό, χυδαίο, πασοκικής αισθητικής μ ά ρ κ ε τ ι ν γ κ στα καλύτερα (χειρότερά) του. 

Κάποιο σωματείο που συνήθως δεν το ξέρει ούτε η μάνα του, θα βγάλει ένα «κάλεσμα στους νέους με ανησυχίες», ώστε να επιτευχθεί η εκατέρωθεν προβολή· οι μεν να κοντραριστούν για ένα ηλίθιο βραβείο τού κώλου (χρηματικό ή μη), οι δε για να ν' αποκτήσουν πέντε παραπάνω like στη σελίδα τους ή, στην καλύτερη, μελλοντικούς «επενδυτές». 

Η πιο συνηθισμένη περίπτωση είναι, περίπου, αυτό: «Το πολιτιστικό σωματείο Καρύταινας που εξέλεξε νέο Δήμαρχο με τον συνδυασμό "Για μια Ελλάδα πράσινη", προκηρύσσει έναν ποιητικό διαγωνισμό και καλεί νέους μέχρι 25 ετών να τιμήσουν τον τόπο τους εξυμνώντας τις ομορφιές του.» (γιατί και στα πολιτιστικά είμαστε μέσα!)


Το θέμα του, εκλεκτή έμπνευση συνταξιοδοτημένης ανοργασμικής φιλολόγου, θα είναι συνήθως κάποια λέξη ή φράση, σα σύνθημα, γύρω απ' το οποίο θα κληθούν οι ποιηταί να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους, θυμίζοντας κάτι ραδιο-φονικά «αφιερώματα στο ελαφρολαϊκό» ή «στο ροκ». 

Ορίστε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα θεμάτων για γράψιμο, κατάφορτο ποιητική μοναδικότητα: «Ελιά», «Νερό», «Φρούτα», «Βιοτεχνίες τής επαρχίας» ή κάποιο αμίμητο «Η ιστορία των αγριόχοιρων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα». 

Την πιο πολλή πλάκα, όμως, την έχουν οι κανόνες.

«Το ποίημα θα είναι αυστηρά μέχρι 32 στίχους, δεν θα ξεπερνά τη μία σελίδα Α4, θα τυπωθεί με γραμματοσειρά Arial, 12 στιγμών, με πλήρη διάταξη, σε 4 αντίτυπα, τα αντίτυπα θα εσωκλειστούν σε ταχυδρομικό φάκελο, όπου απ' έξω και πάνω αριστερά θα αναγράφονται το μονολεκτικό ψευδώνυμο, η δ/νση και το τηλέφωνο. Σε ξεχωριστό φάκελο θα υπάρχουν τα πραγματικά στοιχεία τού αποστέλλοντος, και αυτός ο φάκελος θα είναι κλεισμένος με βουλοκέρι σιλικόνης χρώματος φαιοκόκκινου τής στυτικής δυσλειτουργίας.»
Να σου βγει δηλαδή ο κώλος να βρεις μια ρίμα με το «αγριογούρουνο» και να σου απορρίψουν τη συμμετοχή γιατί όταν τόγραφες δεν ήσουν ντυμένος Σπάιντερμαν όπως πιθανότατα ζητούσαν οι κανόνες.

Αλλά, τέλος πάντων, πες ότι τα παραβλέπουμε όλα αυτά, τον υλικό χαρακτήρα τής φάσης, με την ανούσια αυτοπροβολή, την κακαισθησία γενικώς, την α-νοησία. 

Θα αναρωτηθεί κανείς: υπάρχει κ ά τ ι που ν' αξίζει εκεί μέσα; Μια ψίχα ουσιώδους δημιουργίας ρε παιδί μου, ή είναι μόνο δημόσιες σχέσεις και τίποτε άλλο; 

Στο κάτω κάτω, έχω, κι εγώ, μικρότερος, συμμετάσχει σε παρόμοια πανηγύρια, άρα θα μπορούσα να κατηγορηθώ για αυτοϋπονόμευση.


Τις γενικεύσεις δεν τις συμπαθώ, είναι γνωστό αυτό. Στην μέχρι τώρα εμπειρία μου, όμως, δεν έχω δει κάτι που να έχει μέσα του μια ιδιαιτερότητα, κάποιο χαρακτηριστικό με το οποίο να υπερβαίνει την (παρα)ποίηση τού facebook. 

Και το λέω έχοντας βγάλει το συμπέρασμα εκ των υστέρων, παναπεί δεν είχα από πριν κάποια προκατάληψη.

Στο ερώτημα, λοιπόν, αν υπάρχει κάποια τουλάχιστον αξία μέσα σε όλο αυτό, θα απαντήσω επισυνάπτοντας δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που μαρτυρούν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, τι εστί ποιητικοί διαγωνισμοί. Έτσι όπως το έχω βιώσει εγώ.



Δεξί κλικ / Άνοιγμα σε νέα καρτέλα




• Φωτ. 1:  Όταν δεν διακρίνονται τα χιλιάδες ανούσια στιχάκια ημερολογίου από «ρομαντικές ψυχές με έφεση στο γράψιμο», βγαίνουν μπροστά να σαρώσουνε τα πρώτα βραβεία, κάτι επιτηδευμένα «σκέφτομαι και γράφω» με πηγή έμπνευσης την αφόρητη κενότητα της διανοητίστικης αρλουμπολογίας.


• Φωτ. 2: Αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας προκήρυξης διαγωνισμού. Είναι όλα εκεί. Το άγνωστο σωματείο, το βραβείο που εμπνεύστηκαν από την εκπομπή τής Ελένης Μενεγάκη, οι κανόνες εγκυρότητας. 

Το μόνο που λείπει είναι η «κριτική επιτροπή από αναγνωρισμένους ποιητές», που συνήθως είναι πιο άγνωστοι ή και χειρότεροι απ' τους συμμετέχοντες.

Υ.Γ. Δεν βάζω θέμα ηθικής εδώ, όπως κάνει ο Χριστιανόπουλος πχ με το περίφημο μανιφέστο του Εναντίον βραβείων κλπ. Στην τελική άμα έχεις ανάγκη λεφτά, στείλε και αν διακριθείς, πάρτα και τρέχα. Τόχω κάνει κι εγώ άρα τα ίδια χάλια είμαι. Το εδώ μανιφέστο είναι, όπως αντιλαμβάνεστε, άλλης φύσεως· οργίζεται με την επιφάνεια, πυροβολεί την επιβεβλημένη αμερικανιά και κρώζει σαν κατάκοπος τελάλης στο Μαίναλο: όχι άλλος αισθητικός πασοκισμός!

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Όταν ο John Fogerty δικάστηκε γιατί «έκλεψε τον εαυτό του» - Μια τραγελαφική ιστορία τού ροκ

Ladies and gentlemen, John Fogerty is one troubled motherfucker.


Όσο αδιαμφισβήτητο ταλέντο διαθέτει να βγάζει σπίθες απ' την κιθάρα του και να γράφει κομματάρες, άλλο τόσο αμφιλεγόμενος είναι, έχοντας, μάλιστα, γεννήσει μία απ' τις πιο γκροτέσκ ιστορίες στην «ροκ βιομηχανία» (τι άθλιος συνδυασμός λέξεων).

Ο Τζων Φόγκερτυ λοιπόν είναι ο ιδρυτής των Creedence Clearwater Revival, μιας μπάντας που αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια του ροκενρόλ τρίο The Blue Velvets που διατηρούσε με τον Νταγκ Κλίφορντ και τον Στου Κουκ (αργότερα έγιναν Golliwogs, με την προσθήκη τού Τομ Φόγκερτυ, αδερφού τού Τζων).


Με τους CCR είχε υπογράψει -και «χτίσει» ουσιαστικά, αφού απ' αυτούς αναδείχτηκε- ένα πολύ κακό συμβόλαιο στην Fantasy Records τού Σωλ Ζαίντζ, ενός τότε κινηματογραφικού και μουσικού παραγωγάκου, κι όταν, μετά από πέντε μόνο χρόνια, αποφάσισαν να διαλύσουν τη μπάντα, σηκώνεται ο Ζαίντζ και ακολουθεί η κατωτέρω στιχομυθία με τον Φόγκερτυ:

- Ψιτ, μάγκα, για πού τόβαλες; Έχουμε ένα συμβόλαιο εδώ.
- Τι συμβόλαιο ρε; Εδώ είμαι 5 χρόνια σε μια μπάντα που, όχι μόνο γράφω όλα τα κομμάτια μόνος μου, έχουν και απαιτήσεις όλοι τους πάνω στα εμπορικά & καλλιτεχνικά στοιχεία κάθε δίσκου. Μου έχουνε κάνει τα νεύρα σπληνάντερο κι εσύ μου λες ιστορίες για συμβόλαια;
- Τι με ενδιαφέρει εμένα αγόρι μου; Βλέπεις τι γράφει εδώ; (του δείχνει το συμβόλαιο) Ότι μου χρωστάς 8 δίσκους!
- Καλά, θα σας δείξω εγώ! Θα δείτε τι θα πάθετε!

Κάπως έτσι φεύγει ο Τζων να πάει να κάνει ένα τσιγάρο να ηρεμήσει. Τα βάζει, λοιπόν, κάτω και τι συνειδητοποιεί; Ότι ο Ζαίντζ έχει δίκιο: μπορεί να του τραβήξει μια μηνυσάρα και να βγει και κερατάς και δαρμένος. 

Οπότε λέει, what the hell, ας σώσω ό,τι μπορώ, και αποφασίζει να πουλήσει τα δικαιώματα όλων των τραγουδιών που έχει γράψει με τους CCR, στην Fantasy τού Ζαίντζ, προς 1 εκατομμύριο δολλάρια -ήτοι 1 ψίχουλο μπροστά στα δυνητικά κέρδη τραγουδιών ενός Ονόματος, που είχε έτσι κι αλλιώς ζημιωθεί απερίγραπτα από ένα κακό συμβόλαιο αλλά και από ματαιόδοξες/απατεωνίστικες δικές του επιλογές (βλ.: είχε παλαιότερα συμφωνήσει με τον Ζαίντζ, κρυφά απ' τους υπόλοιπους, να μεταφέρουν τα κεφάλαια τής μπάντας σε μια τράπεζα στις Μπαχάμες, σε ένα tax scheme με το οποίο τα έχασαν σχεδόν όλα).

Αλλ' ας γυρίσουμε στην απόφαση για ανταλλαγή των δικαιωμάτων με την ελευτερία, που, όπως μας λέει σωστά ο Καζαντζάκης στους Αδερφοφάδες, είναι πραμάτεια ακριβή.


«Τι μαλακία πήγα κι έκανα, που να μου κοβότανε απ' τη ρίζα το ρημαδόχερο» θα πει 29 χρόνια αργότερα στον Μπομπ Μπέικερ των Los Angeles Times, «που επήγε ο καραγκιόζης, που κακόχρονο νάχει παναγία μου εκεί που βρίσκεται, και έβαλε τη μουσική ΜΟΥ σε ό,τι σιχαμένο μπορείς να φανταστείς, από ταινίες γ' διαλογής μέχρι διαφημίσεις για σορτσάκια. Που βιάγκρα να παίρνει και ηρεμιστικά να του βγαίνουνε, του συφοριασμένου!»


Λίγα χρόνια μετά την καταραμένη εκείνη μέρα που αποφάσισε να ξεπουλήσει για να σωθεί, τα πράγματα πήραν απότομα την κάτω βόλτα, όπως θα λέγαμε απευθυνόμενοι σε κάποιαν αόριστη Παναγιώτα (που, παρεμπιπτόντως, είναι το χειρότερό μου γυναικείο όνομα).


Τι έλεγα; Α ναι. Ακολουθεί σόλο καριέρα, βγάζει δύο καλούς δίσκους (είπαμε ο άνθρωπος μουσικά είναι ιδιοφυΐα, δεν συζητιέται αυτό) και το σωτήριον έτος 1985, βγάζει τον τρίτο κατά σειρά δίσκο του, που γέννησε ένα απ' τα μεγαλύτερα ανέκδοτα στην ιστορία τού ροκ.

Και το όνομα αυτού, Centerfield. Ένας πολύ καλός δίσκος, ένα βήμα μπροστά απ' τους προηγούμενους δύο σόλο.

Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα.


Ένα μουντό απομεσήμερο, που η υγρασία φώλιαζε στα πυράκανθα σα σπουργιτάκι στο φτερό της μάνας σου του, ο Σωλ Ζαίντζ βάζει στο πικά τον «νέο σόλο δίσκο τού Τζων Φόγκερτυ» για να απαξιώσει τα τραγούδια και να γελάσει μνησίκακα, χαϊδεύοντας έναν άσπρο περσικό γάτο ως άλλος Dr. Evil, και τι ανακαλύπτει με το μουσικό πλην φιλάργυρο αυτί του;

Ότι το εναρκτήριο μπλουζοροκάκι «The Old Man Down The Road» είναι μια αντιγραφή, ένας μουσικός πλαγιαρισμός που θα λέγαμε κι οι νεολόγοι της κακιάς ώρας, του παλαιότερου, CCRικής εποχής «Run Through the Jungle» οπούχε γράψει 14 χρόνια πριν για τη δισκάρα «Cosmo's Factory».

Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα.


«Πώς τόλμησε ο γελοίος!» αναφώνησε ο Ζαίντζ, και το φάντασμα του Εμπενίζερ Σκρουτζ εμφανίστηκε μπροστά του να τον συνεφέρει.

- Μην ανησυχείς κυρ-Σωλ μου. Εγώ σε καταλαβαίνω. Μαζί θα το ξεπεράσουμε κι αυτό, μη μου σκας! Να, φάε ένα φοντανάκι να γλυκαθούν τα μέσα σου, από κάτι παιδάκια το τσούρνεψα.

Και νάμαστε λοιπόν στο τραγελαφικόν έτος 1994, που ο Φόγκερτυ δικάζεται για κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων απ' τον ...εαυτό του!

(Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι διέπραξε ...Forger(t)y... Ναι, κι εγώ θα έπρεπε να δικαστώ γι' αυτό το λογοπαίγνιο)

«Κύριε δικαστά μου, δεν είναι αυτό που νομίζετε. Εδώ έχω μπλέξει με φραγκοφονιάδες, με εβραίους!» θα πει ως άλλος Καζαντζίδης, λίγο πριν βγάλει έξω το όργανό του -την κιθάρα του, ντε- να παίξει τα δύο κομμάτια προκειμένου ν' αποδείξει ότι δεν είναι ίδιες οι μουσικές γραμμές, κι αν τάχα φαίνεται γνώριμος ο ήχος, είναι χάρη στο προσωπικό ύφος που χρόνια ολάκερα σαν τίμιος εργάτης στο γιαπί, εσμίλευσε.

- Έγινε παρεξήγησις κυραποτέτοιε μου, καταλαβαίνετε;
- Καταλαβαίνω, αγαπητέ. Ίννοσεντ οφ ολ τσάρτζιζ ο κύριος Φόγκερτυ.
- Να σε χαίρεται η μάνα σου παλικάρι μου. Τι μούμελλε να πάθω ο καψερός που μου ζητάνε λεφτά οι Νικολόπουλοι, που σε φάρμακα να τα φάνε άγιε μου Διονύση! Αλλά ξέρετε κύριε δικαστά μου, κανένας δεν μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου...

Και κάπως έτσι τέλειωσε το αστείο, αλλά βέβαια το κακό είχε γίνει, διότι δυσφήμησις μήτηρ πάσης δημοσιότητος, κι ο Φόγκερτυ, σε μια κίνηση να φυλάξει τα ρούχα του για νάχει τα μισά, αποφασίζει να μετονομάσει το τραγούδι του «Zanz Kant Danz» σε «Vanz Kant Danz», μην και παρεξηγηθεί ο παραγωγάκος και τονε βάλει ξανάμανα σε περιπέτειες. 


Γιατί, φίλες και φίλοι, για να το πούμε και επιστημονικά, ο Τζων Φόγκερτυ είπε τον δεσπότη Παναγιώτη. Το φύσηξε και δεν κρύωσε. Τα είδε κολυώμενα. Φτάνει με τις εκφράσεις.


Κι έτσι, η δίκη αυτή μένει στην ιστορία ως ένα απ' τα ανέκδοτα που λένε οι πρωτοετείς του UCLA μεταξύ τους και γελάνε, λίγο πριν σκάσει από μια γωνία ο εαακίτης («14ο έτος, 8 μαθήματα έχω ακόμα») να τους θυμίσει ότι μόνο η μουσική μετράει στη φάση και τα υπόλοιπα είναι για φλώρους, αστούς τε και νερόβρ(αστους).


Ο Τζων Φόγκερτυ, ιδρυτής μιας μπάντας που έβγαλε έξι σπουδαίους κι έναν κακό δίσκους μέσα σε πέντε χρόνια, όπως θα πει το 1997 σε μια συνέντευξή του, την βίωνε σαν να «κάθεται πάνω σε μια ωρολογιακή βόμβα». Έτσι, όταν πια έσκασε, δεν δίστασε να αποσχιστεί, για να βαδίσει μοναχικά στης λύτρωσης τη στράτα.

Πρόκειται για έναν πηγαίο, ταλαντούχο, πρωτοποριακό Μουσικό, που όρισε τη δική του και τη μετά απ' αυτόν εποχή, αλλά και για έναν παρορμητικό Άνθρωπο που, κρίνοντας κακά καταστάσεις και προοπτικές, κατέληξε πολλές φορές να πάρει ηλίθιες αποφάσεις.

Μια απ' αυτές, να μιλήσει για έναν «συγκλονιστικό Ντόναλντ Τραμπ» τον Νοέμβρη τού 2015, κάτι που δείχνει πως η κακή κρίση δεν μεταφράζεται μόνο στα περί οικονομικής ικανότητας.

Το παρακάτω τραγούδι ανήκει στον τρίτο δίσκο των CCR, Green River, και έχει τους τρομακτικά καίριους στίχους: «I see the bad moon rising / I see bad times today».




Στις 4 Ιανουαρίου του 2014, ο Σωλ Ζαίντζ πεθαίνει σε ηλικία 92 χρονών. Την ίδια μέρα, σε μια αμφιλεγόμενη κίνηση, ο Φόγκερτυ θα αναρτήσει στη σελίδα του στο φέισμπουκ το Vanz Kant Danz...

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Για τον σπουδαιότερο Έλληνα ποιητή

Συζητοῦσα μέ μιά φίλη καί μέ ρώτησε ποιόν θεωρῶ τόν «πιό σπουδαῖο» ποιητή τῆς ἐλληνικῆς γραμματείας. Πρίν ὁλοκληρώσει τήν ἐρώτηση, ἀνέκραξα διακόπτοντάς τήν ἀγενῶς: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ! Κι ἐξηγοῦμαι:

Ὁ Νίκος Καροῦζος εἶναι ὁ πιό παραμελημένος ποιητής τῆς ἐλληνικῆς γραμματείας, λαμβάνοντας ὑπόψη τό μέγεθός του σέ σχέση μέ τήν προσοχή πού (δέν) ἔχει λάβει.

Καί εἶναι πράγματι Μέγεθος μ ο ν α δ ι κ ό μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξης, σπουδαιότερος σχεδόν ὁλόκληρου τοῦ φιλολογικοῦ Κανόνα, συμπαγέστερος καί στιβαρότερος τῶν νομπελιστῶν, ὁριακή καλλιτεχνική προσωπικότητα.

Στήν ἀναγνώρισή του ὡς Τιτάνα ποιητικό, πέραν τῆς ὑπερδιαστατικῆς του γραφῆς, συντελεῖ κι ἕνα ἀξιοζήλευτο Ἧθος: ἕνα ἐντός κι ἐκτός τοῦ χώρου ἀντιλάλημα τῆς Ἱστορίας, ὁ Ποιητής πραγματώνει τό (ὑπερρεαλιστικῆς προέλευσης) ποιητικῶς ζῆν σέ ὅλη του τήν ἔκταση καί τήν ταπεινή ἀλήθεια.


Στήν ὕλη εἰσχωρεῖ οὐρλιάζοντας / Ὁ Καροῦζος κατακερματίζει κι ἀνασυνθέτει τούς λόγους, κοιτάει μυστικά χωρίς νά κοιτά, αὐτοϋπονομεύεται οὑσιωδῶς, ὑπάρχει π α ρ ά λ λ η λ α μέ τή μνήμη. 

Θρησκεύεται μέ ναρκωτική ἀναρχία καί ξεψυχεῖ στό τέλος καταφάσκοντας τίς ὑποψίες ἑαυτοῦ στό ποιητικό του πριονιστήριο.

Ἡ λέξη του ἔρχεται ἀπ' τό Τίποτε, ὀργιάζει καί κατρακυλά, βγάζοντας σά μικρό παιδί τή γλῶσσα της ἀπέναντι στήν ἀλαζονική σιγουριά τοῦ θανάτου.


Στό αἷμα του ρέει τό ποτάμι τοῦ Ἡράκλειτου καί η ὑπαρξιακή πλησμονή τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Καροῦζος εἶναι στό σκονισμένο κατσάρι τοῦ Διογένη, στόν φανό, στο ὑπερβατικό φῶς πού ἀντικαθρεφτίζει ἡ κοσμική μεταβλητότητα· εἶναι στόν ἐρωτευμένο ναύτη τῆς Κροστάνδης, στίς εἴκοσι τέσσερις μεταμορφώσεις τοῦ Dattatreya, στό ἱερό τραγούδι τῆς ἀστρικῆς ξενιτιᾶς, αὐτός, ὁ ἁγνός περπατητής τοῦ ὀνείρου.

Σκέφτομαι:

Ἴσως, σέ μερικές χιλιάδες χρόνια, κάποιες ἄφυλες κυκλικές φυλές τοῦ σύμπαντος, τόν καταλάβουν καί μᾶς τόν τραγουδήσουν· νά φτάσει στ' αὐτιά μας σάν διαστρική ψαλμωδία -ὁλόγυμνος, ταπεινός καί πάντοτε ἄ λ λ ο ς- καί ν' ἁπαλύνει τόν αἰώνιο ὕπνο μας.


Χειρόγραφο