Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Μιμήσεις Ελλήνων στιχουργών & τραγουδοποιών

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, χαμηλόφωνος Ποιηταράς της Σκιάς αλλά και υπέροχο τρολλ της εποχής του, τόχε κακό (not) συνήθειο να παίζει με διάφορα ποιητικά είδη και στυλ, αλλά και να μιμείται γραφές «συναδέλφων», πάντοτε με ένα λεπτεπίλεπτο κωμικό τρόπο και μια πρέζα αμυδρής ειρωνείας -έναν έξυπνο συνδυασμό που δύσκολα συναντάς σε παρόμοιες απόπειρες.
Μερικές πολύ πετυχημένες παρωδίες του, τις δημοσίευσε, με το ψευδώνυμο Πλάτων Χαρμίδης (!) και τον τίτλο: «A la maniere de...» («Με τον τρόπο τού... τάδε»).

Παρόμοια λογοτεχνικά παίγνια συναντάμε και στην πιο σύγχρονη γενιά. 

Υπάρχει, για παράδειγμα, μια συλλογή με παρωδίες στον Κόλλια της καρδιάς μας, γραμμένες από τον ...Νίκο Καββαθία (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη) και τίτλο «Τα Ταμπού και Μούσι».

Για να μη το ζορίζω πολύ, πρόσεξα ότι στους στιχουργούς που, δόξα τω διάολω έχουμε εκατομμύρια, δεν έχει «ανοίξει» όσο θάπρεπε ετούτο το παιχνίδι, όχι μόνο στο παρωδιακό αλλά ούτε καν στο πιο «άκακο» ύφος μίμησης.

Υπάρχουν κάτι πρόχειρα comedy acts που σατυρίζουν γενικώς (έντεχνο, λόου μπαπ κτλ), αλλά όχι κάτι συγκεκριμένο, με διευθύνσεις και ονόματα.
Γι’ αυτό εσκέφτηκα να κάνω την αρχή, με όση σπουδή διαθέτω, χωρίς διάθεση να προσβάλω μα, όπως είπα, να παίξω!

Επίσης, να ξεκαθαρίσω ότι: 


α. δεν υπαινίσσομαι ότι (όλοι) οι στιχουργοί έχουν «μανιέρα». Η «μανιέρα» έχει μια μειωτική χροιά στον χώρο. Έχουν όμως ο καθένας κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία υπερτονίζονται εδώ για να πετύχει -όσο πετυχαίνει- η μίμηση.


β. οι παρακάτω μιμήσεις είναι πιο πολύ η αίσθηση των «συνηθειών» που έχω «λάβει» από κάθε στιχουργό/τραγουδοποιό, τους οποίους έχω μελετήσει αρκετά, και όχι ένα πρόχειρο κολάζ με λέξεις κι εκφράσεις που έχουν γράψει στα τραγούδια τους.

Είναι, δηλαδής, όλα, πρωτότυπες δημιουργίες, απλώς «Με τον τρόπο τού...»

Περιμένω γνώμες!


1. À la manière de... Τζίμης Πανούσης

Βγήκα στον πόλεμο με τα μπούνια
κι έχω το γιόκα μου στην κούνια.
Φόρεσα κόκκινα τακούνια
τι κι αν μου κρέμασαν κουδούνια,
είμαι Ευρωπαία.

Μονάχη μες στο μαύρο κύμα
πίνω τα κάτουρά μου χύμα
παρέα με τον Παύλο Τσίμα
τι κι αν τα βγάζω τσίμα τσίμα
είναι ωραία.

Είμαι εκδιδόμενη τού Στάλιν
είμαι ορφανό του Μπελογιάννη.
Κι αν δεν μου πάνε τα Αρμάνι
έχω ερκοντίσιο στη στάνη,
έχω παρέα.

Στο δρόμο με φωνάζουν Έλλη
παλιά με φώναζαν Βαγγέλη.
Η επανάσταση είναι τραβέλι
δεν θέλει όπλα, εμένα θέλει.

2. À la manière de... Μάνος Ελευθερίου

Ήρθες ντυμένη με παραδεισένια στόφα
να πεις πικρά τραγούδια της μαρμαρυγής.
Του Έρωτα εφύλαξες ποιήματα στης γης
τη σκουριασμένη από τον χρόνο γκρίζα κόφα.

Ποιος θα σε πάρει από το κρίμα των καιρών
να σε βαφτίσει άγιο Μακμπέθ στην αμφιλύκη;
Ποιος θα σε ντύσει χερουβείμ κι ανέμου νίκη,
να γίνεις στίχος των μπωντλαιρικών σκοπών;

Είπες αγγελική την κόλαση του Κάφκα
και του Ρεμπώ το γράμμα κοφτερό νυστέρι.
Μα ο Πικασσό λερός πετά σα περιστέρι
μακριά από της πληγής τη χωματένια γιάφκα.

3. À la manière de... Οδυσσέας Ιωάννου

Της μνήμης τώρα θα κυλήσει το νερό
θα προχωράς μπροστά μα θα πηγαίνεις πίσω.
Σ’ ένα χειμώνα θα ξυπνάς πια βροχερό,
σκυφτή κι εγώ δεν θα μπορώ να σου μιλήσω.

Θα 'ναι νεκρές οι μέρες κι άσχημος καιρός
ο χρόνος όλους θα μας έχει πια νικήσει.
Θα έχει φύγει πια αυτός ο ποταμός
κι εσύ τσιγάρο, που θα έχει πλέον σβήσει.

Δεν έχω άλλες λέξεις
κι ούτε βροχή για δρόμο.
Μου τέλειωσαν οι σκέψεις
που φύλαγα στον ώμο.

4. À la manière de... Ελένη Φωτάκη

Πριν ακόμα ναρθείς
είχες φύγει σαν Άνοιξη
Κι ήταν θλίψη κατάνυξη.
Σα φιλί να χαθείς.

Η βροχή ξαναζεί
η ψιλή των αγγέλω.
Μαραμένο σε θέλω
να μ’ ανθίσεις μαζί.

Μ’ ένα δάκρυ από δυόσμο
να ποτίσεις τον κόσμο.

Στον κήπο σου φθάρηκα,
Έρωτα, δε σε χάρηκα.

5. À la manière de... Λευτέρης Παπαδόπουλος

Στο ζεστό το αλωνάκι
σε πίνω απόψε σαν κρασί.
Μόνος πάνω στο γιατάκι
μ’ ένα φτωχό πουκαμισάκι
απ’ την παλιά μας τη ζωή.

Στο ζεστό το αλωνάκι
στέκεσαι μες στην αντηλιά.
Σου γυρεύω ένα φιλάκι
μα εσύ το γνώριμο ναζάκι
σαν τότες που ήμασταν παιδιά.

Κι όταν γλυκοχάραζε
τ’ όνειρό μου τάραζε
μια μορφή απ’ τα περασμένα χρόνια.

Όλονε με τύλιγε
έπινε, δε μίλαγε,
κι έκλαιγε μονάχη στα σεντόνια.

6. À la manière de... Νίκος Γκάτσος

Αγγελική, λες πως στη Δύση κολυμπάς
μα έχει τη φούστα σου σκονίσει ο αραμπάς.
Εσύ πριγκήπισσα λευκή σαν Παναγιά
έχεις χαρίσει την ευκή στον κεχαγιά. 

Κάθισε στο τραπέζι μας να δούμε, Αγγελική

πώς σε λογιάζει ο θάνατος μ’ αγάπη βιβλική.

Σε τραγουδήσαν Πελασγοί ταξιδευτές

σε πολεμήσαν μες στη γη ειρηνευτές.
Ξανθό κορίτσι, στέκεις στου Άδη τη θωριά
και τονε χρίζεις μ’ ένα χάδι ανημποριά.

Πάνω σου ξίφη κρέμασε και φορεσιές χρυσές

να σε βλέπει και να σπάει του κόσμου ο μεντεσές.

7. À la manière de... Γεράσιμος Ευαγγελάτος

Στα παλιά παγκάκια της Αθήνας
οι έρωτες οι φλογεροί
λιώνουν αργά σαν το κερί
σε μία πόλη βουερή
Αύγουστος μήνας.

Στα παλιά παγκάκια της Αθήνας
ανάμεσα από μια ρωγμή
 σ’ όλα τα «δεν» μας και τα «μη»
φυτρώνουν πόθοι και καημοί
μα είναι ρουτίνας.

Νύχτα ζάλη στου Ψυρρή 
ξανά κι έρωτες γδάρτες.
Έλα σαν σιωπή σκληρή, 
κι όλες τις πίκρες πάρτες.

Μέσα στης λύπης την πηγή, 
χούφτα κάνω το χέρι
Εσύ δεν είσαι η πληγή,
Εσύ αγάπη μου είσαι το μαχαίρι.

8. À la manière de... Μυρτώ Κοντοβά

Βάζω τα όνειρα σε σπορ αμάξι
και σαν τρελή οδηγώ στην εθνική.
Τους σκάρτους γκόμενους έχω πετάξει
κι όλους τους έρωτες που γίναν φορτικοί.

Σου είπα πια σπάω πλάκα,
άντε χάσου ρε βλάκα
σε χωρίζω με μέιλ
στη βεράντα κοκτέιλ,
Είμαι μια άλλη και σ’ όσους αρέ!

Στη βεράντα του κόσμου
ο άνεμος ο δικός μου
τους ντεμέκ δεν χωράει
και μπροστά προχωράει,
σεισμό θέλω, όχι αντράκια μη χε!

9. À la manière de... Άλκης Αλκαίος

Σφυράει ζεϊμπέκικο σκοπό πάνω στην πλώρη
κι εγώ κοιμάμαι σε σκισμένα μαξιλάρια,
με ζέστη εξωτική που ιδρώνουν τα ντουβάρια,
σκυμμένος πάντα μ’ ένα σκάρτο αποφόρι.

Σ’ άγριο ναυάγισμα ζαλίζεσαι στον χάρτη
και δυο ανέμοι σε χορεύουν μπαλαρίνα.
Σαν μια γοργόνα γλίστρα κι έλα απ’ την καρίνα
να ζωγραφίσεις την ψυχή μου στο κατάρτι.

Τρύπιο όνειρο η ζωή με ξένο δεκανίκι
βαρύ τσιγάρο που ποτέ του δεν σκαντζάρει.
Είσαι φουρτουνιασμένη μα έχεις τον Βαρδάρη
να σε μεθάει γλυκά απ’ τη Θεσσαλονίκη.

10. À la manière de... Γιάννης Αγγελάκας

Παιδική ανάμνηση πούγινες τέλεια πόρνη
σε ψάχνω ακόμα στις αλάνες που γυρνούσα.
Ένα άχρηστο φευγιό στο σβέρκο μου κρατούσα
που σα θηρίο λίγο λίγο μ’ εξοντώνει.

Γίναν στις τάξεις τους ακίνδυνα συνθήματα
γεννήθηκαν θανάτοι σα βουβό τραγούδι.
Δειλία παντοτινή τους, άνυδρο λουλούδι
Βαρέθηκα να καίω τα ίδια μου τα ποιήματα.

Αγάπες χαρτονένιες, πόθοι δίχως ζάλη
η κοινωνία της σκατένιας ομορφιάς.
Γρανάζι σκουριασμένο, φίλε, δε γυρνάς
και δεν σε βλέπω μες στο μαύρο μου το χάλι...

11. À la manière de... Νίκος Καρβέλας

Σε ψάχνω στα φωνήεντα, στα σύμφωνα
και στο κουτί του χαλασμένου θερμοσίφωνα.
Σε ψάχνω να σου πω πως σ’ αγαπάω σαν τον Μόγλη
κι όλο φεύγεις, όλο φεύγεις
άλλο πια μη μ' αποφεύγεις
έλα για να σφουγγαρίσεις την αγάπη μας την τρώγλη.

Σ’ ένα ποτήρι άπλυτο, σ’ ένα σώμα παράλυτο
ποιος θα μου λύσει το αίνιγμα το άλυτο;
Τότε που καυλαντίζαμε, ντυνόμουν Καρλομάγνος
σ’ ένα κλειστό δωμάτιο
ο Διάολος σε κοβάλτιο
μα τώρα εσύ τζαζόγρια κι εγώ ένας ποδολάγνος.

Κι αν τώρα κλαίμε σαν χαζοί, στης αγάπης το μαγαζί
γέροι θάμαστε μαζί
να μας τρέχουν τα σαλάκια.

Και λέω ευτυχώς, που μας θέλει ο θεός
γιατί πονάει ο χωρισμός,
σαν δυνατό κλωτσίδι στα μπαλάκια.

12. À la manière de... Φοίβος Δεληβοριάς

Μ’ ένα σέικερ στο χέρι από μια άλλη εποχή
στα μπαράκια της Αθήνας να μας λούζει μια βροχή.
Μια γλυκόπικρη ανάσα, βιαστικός βηματισμός
technicolor σινεμάδες και ν’ αργεί ο ηλεκτρικός.

Να γυρνούσε η κλεψύδρα, σέπια νάπεφτε παντού
και με ψεύτικα πιστόλια να γινόμουν Λούκυ Λουκ
Κι εσύ σαν την Τζέιν Φόντα ν’ ανεμίζουν τα μαλλιά
έτσι απλά να ήμασταν δεκαεφτά ξανά.

13. À la manière de... Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Η Σαμσάρα θα τον καταπιεί τον Ήλιο
θα λύσει ο αχόρταγος τα μάγια του σύμπαντος
και θάναι ώρα κατάμαυρη, από εκείνες
που ωχριούν τα ερμάρια
που ωχριούν τα ερμάρια
κι όλα μέλπουν την αιθέρια θλίψη μας.

Η Σαμσάρα θα μας στήσει στη γραμμή
θα κρώζει ο ελάχιστος την άνυδρη πενιά του
και θάναι πόθος ακατανόητος, όπως
όταν αυτοκτονούν οι τύψεις
όταν αυτοκτονούν οι τύψεις
κι οι αυταπάτες γίνονται τσάμικος χορός.

Τότε, κάπως θ’ αντέχεται η ύπαρξη
Αμάν· και τ’ άστρα
Θα λεν την παντοτινή τους ιαχή:

«Γεια και χαρά σου
Γεια και χαρά σου
Γεια και χαρά Σουμπκομαντάντε Μάρκος»

14. À la manière de... Άκης Πάνου

Τι το θες το πεπρωμέ
σ’ έναν τόπο χαλασμέ;
Κάλλιο πέντε και στο χε
παρά δέκα και καρτέ.

Να το χε το πεπρωμέ
ψεύτη κόσμε, σαπισμέ.
Με αρχόντους τους μπασμέ
που είσαι ρε αλήτη Θεέ;

Δεν γουστάρω τους αφέ
μοναχός κάνω σεφτέ.
Έτσι είμαι, κι όσοι θε.

Έτσι είμαι, κι όσοι θε.
Δεν θα κάνω εγώ ποτέ
τουμπεκί ψιλοκομμέ.

15. À la manière de... Active Member (Γιολάντα Τσιαμπόκαλου/Μιχάλης Μυτακίδης)

Από μια στενή γωνούλα του γκρεμού σαν πανωφόρι
για την αφεντιά μου και της λήθης την κλαμμένη κόρη
ξεπροβάλλουν για τον τελευταίο χορό τους τ’ αγγελούδια
και γίνονται ανάμεσα από τις ρωγμές λουλούδια.
Χρονομάγια από ένα άλικο χτες οι ξοφλημένοι ιππότες
κι οι μυκηθμοί του αγοριού να σχηματίζουν νότες.
Της θάλασσας και της φωτιάς τα ξεφτισμένα αρώματα
να δίνουν σώμα στα πουλιά με απέθαντα χρώματα.
Στο αντάμωμα της φυλακής, στο βάθεμα της λύπης
για ένα παιδί που τους γονείς δεν είδε ούτε μια μέρα
για ένα παιδί που ξάστρισε και που δεν έχει παίξει
κι έχει στο προσωπάκι του σα χάραγμα τη λέξη
«Πατέρα!» - Νάξερες πόσο λείπεις

Πατέρα, πού είσαι και δεν μου μιλάς;

Αδέρφι μου κι ανάθεμα, πού φεύγεις και πού πας;
Σε τίνος πούστη την αυλή, μάνα, να πλένεις σκάλες
και πόσο της ομίχλης να σε μούσκεψαν οι στάλες;

άΡΗΣ ΦίΛΙΠΠΑΣ

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Μια Τυπική Μέρα Στην Κόλαση (ποιητική σύνθεση)

«Βάκχος και Αριάδνη»
Ελαιογραφία σε καμβά, του Γιόχαν Γκέοργκ Πλάτσερ.

Ο Νίτσε παίζει με τον Διόνυσο μπαρμπούτι,
δίπλα ο Απόστολος Θωμάς στυφό πίνει ούζο
με τον αστροπλεγμένο αγέρωχο Καρούζο,
ενώ «ρεβολουσιόν» σκληρίζει ο Κρισναμούρτι.

Με τα δαιμόνια του ο Μαρκήσιος ξενυχτά
του γνέφει απ’ τα ανατολικά ο Εμπειρίκος.
Σε κοσμική τραμπάλα ο Εμπεδοκλής το νεῖκος
κλώθει πριν πάλι λιώσει στην καυτή βουτιά.

Σ’ ένα φλεγόμενο τσουκάλι βράζει αιώνια
ο Καζαντζάκης, γλείφει του Ζορμπά τους ρόζους.
Πάνω στο τοίχωμα χαράζει «Deus otiosus»
(το ίδιο αλύχτισμα τον κατατρώει από χρόνια)

Η Γώγου πιάνει την Αχμάτοβα απ’ το χέρι
και για της Κάλο τη γλαυκή γωνιά τραβούν.
Γελούν οδυνηρά πριν σ’ όργιο δοθούν-
Μέλπει σαν άγγελος ηλεκτρικός η Φλέρυ.

Το βράδυ όταν ξαπλώσει το φλόγινο δείλι
χύνονται οι Σάτυροι και τραγουδούν με νάζι.
Λικνιέται σπινθηροβολώντας η Εσκενάζυ
κι ο Διογένης φιλά την Έμμα στα χείλη.

Τότε στο δάσος για να κλάψουν ξεμακραίνουν
η Πλαθ κρατώντας αγκαλιά τον Λαπαθιώτη.
Εκεί όμως δάκρυα βρίσκουν όπου για τη νιότη
δάκρυσεν ο Καβάφης- Και Ξαναπεθαίνουν.

Συχνά εμφανίζεται ο Κροπότκιν μουδιασμένος
με ένα αγκάθινο στην κεφαλή του στέμμα.
«Ζήνων» σιγοψελλίζει, «αφού με δίκαιο αίμα
έχω βαφτεί, γιατί δεν νιώθω ευτυχισμένος;»

Είναι και μια παρέα που δεν μιλάει με λόγια
μα μες στης Άβυσσος βαθιά τον κόλπο χύνει
ο Μπέλα Ταρρ, ο Θίο με τον Αντρέι. Πίνει
και ξεψυχά ο Πόλοκ, ο Μαγκρίτ, ο Γκόγια.

Κατά την χαραυγή βαφτίζεται η Σελήνη
σε μιαν αστρομπανιέρα με υγρό μαβί.
Ο μάγος Έρως γεννά με το Χάος τριβή
κι η Ζωή λούζεται στου Θάνατου την κρήνη.

Όλα κυλούν γλυκά στης Κόλασης τα νέφη
καθώς σ’ αειθαλλένιο πέφτουμε παιχνίδι.
Όμως το αυτό μυστήριο σέρνεται σαν φίδι:
Ποιος βασιλεύει αυτόν τον κόσμο από σιντέφι;

Κανείς, θα πουν πολλοί. Μα ορκίζομαι πως το είδα:
ο Ζοφερός μας Άναξ σ’ αγλαό καράβι
της Γέεννας τ’ άγιο πυρ ως τα ψηλά ν’ ανάβει
να φέρνει μεθυσμένη στίλβη, καταιγίδα,

Και με στεντόρεια λαλιά ν’ αναφωνεί:
Je me crois en Enfer, donc en Enfer je suis.-

~
Άρης Φ.
(ανέκδοτο)

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

«Οι εφτά τρομοκράτες στο a/a Noemvria» (διασκευή Καββαδία)

Οι εφτά τρομοκράτες στο a/a* Noemvria

Εφτά μοίρες αριστερά, μην το ζορίζεις
για θα σου φύγει ο στόχος από το κεφάλι.
Εδώ είναι σοβαρή δουλειά, τι το νομίζεις;
Ότι είναι σαν σε μπάτσο να πετάς μπουκάλι;

Γυαλίζει ο Λάμπρος το αγνό περίστροφό του
Ο Παναής τοιμάζει τα εκρηκτικά του.
Μ' ένα φτερό γράφει ο Λουκάς το κείμενό του,
κι ο Πάνος ο παπαδογιός κοιτάζει κάτου.

Απ' τα Πατήσια ξεπηδάν κι απ' το Παγκράτι
τ' αντάρτικό τους το γλυκό να συνεχίσουν.
Γυαλίζει απόψε το μυαλό τους και το μάτι
ποιον γαμημένο χουντικό θα ξεκληρίσουν;

Μανώλη, που ύστερα στην ΚΥΠ τούς ξεπουλήθης
και στους παλιούς συντρόφους στράφηκες ενάντια,
πώς σε ποτίσαν άθλιε το νερό της λήθης
κι από αντάρτης, υπηρέτης τους; Κατάντια!

Ο Σπύρος, του λείπει το χέρι μα όλο γράφει
τόνα βιβλίο πίσω απ' τάλλο κι ας μη βλέπει.
Φώτη, ποια τράπεζα απόψε θα σε μάθει;
Σταμάτη, δε μιλάς; Χτύπα τούς καθωσπρέπει.

Τυφλός ο Σάββας την κουκούλα κατεβάζει
μ' ένα κουμπούρι ανοίγει τρύπες στα λαμόγια.
Δίκιο στη χώρα των ξεδιάντροπων μοιράζει
κι ειν' το μολύβι του σαν πινελιά του Γκόγια.

Κι έτσι μαζί με τα λεφτά, μεις πολεμάμε
και κάθε αφεντικό που μας ρουφάει το αίμα.
Ο κόσμος όλος μας αγκάλιαζε, θυμάμαι,
πριν του σερβίρουνε τα ΜΜΕ το ψέμα.

Κουφός ο Σάββας στο μπαλκόνι του αράζει
με ένα σνάιπερ σημαδεύει τους κοπρίτες.
Μα είναι κάτι πιο σπλατέρ που του ταιριάζει.
-Γιε μου, πού πας; -Μάνα, να φάω τους αλήτες!

*a/a: anti-capitalist, anti-imperialist

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Κατερίνα Ζησάκη· της Σκληριάς και του Ψιθύρου, στιγμών οκτώ και κάτι ψιλά-

Γράφει ο Άρης Φ.

Η Κατερίνα Ζησάκη είναι η αγαπημένη μου σύγχρονη ποιήτρια.

Η Κατερίνα Ζησάκη είναι η αγαπημένη μου σύγχρονη ποιήτρια και είμαι ερωτευμένος με τις συλλαβές της.
Η Κατερίνα Ζησάκη είναι η αγαπημένη μου σύγχρονη ποιήτρια και είμαι ερωτευμένος με τις συλλαβές της όπου συλλαβή βλέπε οντότητα νεκροζώντανη μαυρορούσα αποπνικτική άφυλη από τρύπιο μετάξι και πέτρα.
Αφού λοιπόν η Κατερίνα Ζησάκη είναι η αγαπημένη μου σύγχρονη ποιήτρια και είμαι ερωτευμένος τις συλλαβές της όπου συλλαβή βλέπε οντότητα νεκροζώντανη μαυρορούσα αποπνικτική άφυλη από τρύπιο μετάξι και πέτρα, καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να παραστήσω ότι θα κάνω μια αντικειμενική παρουσίαση της γραφής της.

Θ' αποπειραθώ, όμως, χάριν μιας όσο το δυνατό σωστότερης παρουσίασης, να μην καταγράψω εδώ όσα «λέει» σε μένα καθένα από τα ποιήματά της, και να τ' αφήσω να πουν όσα έχουν να πουν από μοναχά τους.


Η Κατερίνα έχει βγάλει μέχρι στιγμής μία συλλογή από τις εκδόσεις Μανδραγόρα, με τ' όνομα «Ιστορίες απ' το Ονειροσφαγείο», αλλά έχει μπαμπάτσικη ιντερνετική παρουσία, απ' την οποία κι εβοηθήθηκα για να διαλέξω μερικά από τα διαμαντάκια της. Δεν είναι, λοιπόν, όλα τα παρακάτω μέσα στη συλλογή της.


Θα σας μηνύσω την Κατερίνα μέσα από πέντε σπαράγματα.



«Ο Χάρων μεταφέρει ψυχές από την Στύγα»
Λάδι σε καμβά του Αλεξάντερ Λυτοφτσένκο (1861)

Ανεβείτε προσεκτικά στην ψαρόβαρκα του Χάρωνα, και χαλαρώστε τα άκρα σας.
Οι φωτογραφίες εντός του υγροσπηλαίου απαγορεύονται. 
Αλλά πάλι, απαγορεύονται οι απαγορεύσεις.

~~~~~


i. «ήσυχες μέρες»


άκου πώς ουρλιάζουν τα σκυλιά

κάτω στο βάλτο ένας τρελλός
μην τον φοβάσαι άγγιξέ τον
πρώτος εκείνος είπε για το πράσινο νερό
για τους χτίστες
για την οργονική μελωδία που ενώνει τον κόσμο

άκου πώς ψιθυρίζουν οι αφέντες

άκου
σχεδόν μες στο κεφάλι μας
φωνές σχεδόν σαν δικές μας
άκου

η ζωή στους εδώ τόπους κυλάει ομαλά

μια μάνα προχωράει αμέριμνη
σέρνοντας ένα παιδικό καρότσι
με την άκρη του λαιμού της
οι αρχές το εξέτασαν το βρήκαν άδειο
γύρω πέφτουν σαν χιόνι νεκρά πουλιά
νεκρά από μια ασθένεια του καιρού μας
λέγεται εκούσια θλίψη
εμφανίζεται πρώτα με ανεξήγητη σιωπή
με ανηδονία
σιγά σιγά τρώει τα πρόσωπα
παραλύει το μυϊκό σύστημα
και καταλήγει στις καρδιές μας
παγώνουν
το πιο συχνό σύμπτωμα είναι το κρύο
στο καλοκαίρι
και στις πορείες
και σε αγκαλιές μέσα κρύο

όμως η ζωή στους εδώ τόπους κυλάει ομαλά

κάθε πρωί τα μεγάφωνα
ανακοινώνουν την έναρξη εργασίας
όταν γεράσει κι ο τελευταίος ανακοινώνουν λήξη
ύστερα πλύσιμο δέκα λεπτά
κρύο φαΐ άλλα δέκα
τα Σάββατα –καμιά φορά και Κυριακές
επιτάσσουν έρωτα
εκεί να δεις ανθρωπομεθύσι
οι αρχές εποπτεύουν τις συνευρέσεις μας
μην ενωθούν οι ανάσες
μη γείρει ο ένας το κεφάλι του στον ώμο του άλλου
εκεί δεν έχει δεν ήξερα
τιμωρείσαι
έτσι κυλάει 

σήμερα εκτέλεσαν τη μικρή μου κόρη

την έπιασαν να γράφει ποιήματα
για τον τρελλό κάτω στο βάλτο
για τα σκυλιά που ουρλιάζουν
γι’ αυτά τα αναθεματισμένα μεγάφωνα τις φωνές και τα ρέστα

κατά τα άλλα η ζωή κυλά ομαλά

σε κάθε λήξη βάρδιας
μαζεύουμε τα νεκρά πουλιά απ’ τους δρόμους
τα ρίχνουμε στους ειδικούς κάδους έξω από κάθε σπίτι
και φεύγουν ξημερώματα
για το Ονειροσφαγείο

ii.


τι όμορφα πεθαίνει η αγαπούλα μου

κάτω από ένα σωρό σκουπίδια
ντουπ και ντουπ την καρδιά της ακούω
πώς σβήνει νωχελικά ντουπ και ντουπ
αγάπη μου πώς φτάσαμε
στον έναν χτύπο το λεπτό
πώς φτάσαμε στο
"μια φορά στα χίλια χρόνια"
τι όμορφα πεθαίνει η αγαπούλα μου
κάτω από ένα σωρό σκουπίδια
(ψόφιες μύγες σελίδες παλιές αποτσίγαρα
νύχια κομμένα και χαρτομάντηλα με
πρωινά φλέματα τρίχες γάτας και
στάχτες και μπύρας κουτιά)
τι όμορφα. 
αντίο. ντουπ. σβήσε επιτέλους.
ντουπ. ντουπ. ακόμα;

iii.


αν ήξερε η άνοιξη τι θα συνέβαινε

ποτέ της δεν θα ξεκινούσε
ξέρω σήμερα
πως οι άνθρωποι
αγαπούν την αγάπη
κι αγαπούν 
να την αγαπούν
μα ίσως
να μην την αναγνωρίζουν πια
αφού ο κόσμος
έχει τέτοια πληθώρα συναισθημάτων
συμμορφωμένων τόσο
με τις εμπορευματικές προσταγές
που ο έρωτας
συνδέεται ευθέως
με την απόκτηση
καινούριας μηχανής
πολλών κυβικών
ν’ αλωνίζεις τους δρόμους αιώνιος
ερώμενος ο ίδιος του εαυτού σου
και δεν είναι πως
δε ματώνουν τα μάτια μου όταν σε βλέπω
δεν είναι πως
δε μου σκίζει στα τέσσερα την καρδιά
το χαμόγελό σου
και το αξιοπόθητο
στητό σου σώμα
την ώρα που σε μυρίζω
περνώντας δίπλα μου
όμως συνέχεια τρίζει στο στήθος μου
αυτή η μικρή ανησυχία
πως ό,τι πόθησα
το δημιούργησε το σκοτάδι
με τον ίδιο τρόπο που
η κόκα κόλα
οι διαφημίσεις καταναλωτικών δανείων
η μόδα και τα φωσφορίζοντα προφυλακτικά
δημιούργησαν
όλα όσα
ποθούν οι άλλοι
κι αν ήξερε η άνοιξη
πως θα τη μνημονεύουν τόσα ποιήματα
ποτέ δεν θα ξεσπούσε
υπό το βάρος τόσων προσδοκιών
σ' έναν τέτοιο οργασμό
από χρώμα κι από άρωμα
και περιρρέουσα επιθυμία γι’ αγάπη
ξέρω σήμερα
πως οι άνθρωποι
αγαπούν να την αγαπούν
-ένα συναίσθημα δηλαδή
που επιστρέφει στον εαυτό του-
όμως οι άνθρωποι ξεχνούν
πως οι οργασμοί
ακόμα και της άνοιξης
μπορούν να είναι
λυπημένοι

iv. «ντουρούτι»


μ’ ένα ζαφ

δυο τρία ιντυκουλούμ
κλοκότ και παραπέντε
άρπαξα μια βραδιά το ντουρούτι μου
και τράβηξα κατά το βουνό
πάνω εκεί με περίμεναν
και περίμεναν
με σημαίες και με σημαίες
με ναρίτ και ντεντάρες
και φοβέρα από σκόνη
ε! Ζαν Μπατίστ! 
έλα να δεις την ωραία φωτιά που ανάψαμε
να ξεγλιστρήσουμε από το σκοτάδι
τρεμόπαιζε ανήμπορη μια φλογίτσα
τι να σας πω
εκείνο το βράδυ ζεσταθήκαμε όπως όπως
κάψαμε σοβαρές εφημερίδες 
πιστόλια των παγκοσμίων πολέμων
εισιτήρια ταυτότητες και κάρτες μέλους
σε γκολφ κλαμπ και σούπερ μάρκετ
το ξημέρωμα κάναμε απόφαση
αρπάξαμε τα χρώματα
κάτι παιδικές μολυβιές
και σαγκίτ, αλλαμόρ, κομανκέτια και αλβάρες
και μ’ όλη μας την ορμή
την ακαταλαβίστικη γλώσσα μας
τη νιότη
κινήσαμε να αναστήσουμε την πόλη
εγώ κρατούσα πάντα το ντουρούτι μου
πιο δίπλα μου γελούσε ο Τεσταρόσσα
δεν ξέρω τι απέγιναν οι σύντροφοι
μια μισοπάλαβη γριά
με βρήκε σώμα άψυχο
σ’ ένα στενό την άλλη μέρα.

v. 


τα ξυράφια είναι τα διαχρονικά 

βλέμματα των αγίων
κοιτούν πότε το ένα
χέρι και πότε το άλλο
ακονίζονται λερωμένα
επάνω σε κρεβάτια που 
κοιμούνται κοιμούνται 
οι χαρές και οι κόρες του ύπνου
ξεντύνονται μεθυσμένες
η αποψινή προσμονή είναι το έπακρο
το απεχθές το ακρότατο
κοφτερό σύνορο μεταξύ του ενός
ή του άλλου και λύπης
της λύπης
ήθελε να στο πει μα δεν έφτανε
η φωνή ως εσένα
ξεκινάει για παράδειγμα
με μια λέξη και λέει
λέει και σβήνεται
η φωνή λίγο πριν να τελειώσει 
πώς το πας έτσι ρε
τους ψιθύρους σου ποιος
τους ακούει;
εκείνο το καλοκαίρι στην Ισπανία
πήραν τα όπλα στα χέρια
οι εραστές χαιρετιούνταν
με μπαμ και με μπουμ
το φιλί ακολουθούσε
εκείνο το καλοκαίρι στην Ισπανία
εκείνο το καλοκαίρι
ύστερα πήγε ο Ρεμπώ στο Χαράρ
ύστερα ο κόσμος έμεινε απηυδισμένος
κάτω απο τόνους σκόνης
ανελέητης φθοράς
και σποράς παραπόνων
διχοτομημένων στέρνων
στραβοκομμένων αυτιών
περιπτώσεων δηλαδή που εμπεριείχαν
το αίσθημα του ανίατου
του πένθους
του εσφαλμένου
έτσι κάπως καταπίνω 
οτιδήποτε θυμίζει φωνή
το γυρνάω μες στο στόμα και λιώνει
μουδιάζοντας 
όλους τους γευστικούς κάλυκες
κάνοντας τα γλυκά σου ας πούμε φιλιά
να έχουν την ίδια γεύση με το αίμα
που προκύπτει από τα ξυράφια
που είναι τα διαχρονικά βλέμματα 
των αγίων της λύπης
της λύπης
ήθελε να στο πει μα δεν έφτανε
η φωνή ως εσένα
-πάλι έτσι το πας
ποιος ακούει;

vi. 


δεν είμαι ωραία μουσική για να μ' ακούσεις

δεν είμαι κώμη απαλή για να με λούσεις
δεν είμαι ήλιος να σε ντύσω με αχτίδα
είμαι σημάδι και σπυρί παρανυχίδα
είμαι σε νύχτα σκοτεινή μαύρο σκουλήκι
κατατροπώνω καίω λέω "μου ανήκει"
σκοτώνω βρίζω βρίζομαι σ' αφήνω
μετά σκοτώνομαι 
και πάω πάνω απ' τον τάφο μου
και φτύνω
λοιπόν; θα μ' αγαπήσεις;

[Κι ένα ~ ποιητικής]


όσοι γράφουν ποιήματα για την ψυχή τους,

όσοι γράφουν για να μην τρελλαθούν ολοκληρωτικά,
όσοι γράφουν για Εκείνη ή για Εκείνον, 
όσοι γράφουν μολότωφ, 
όσοι γράφουν τη στιγμή που θέλουν να κοπούν ή ν' αυτοκτονήσουν, 
όσοι γράφουν για να μην τους προλάβει ο θάνατος χωρίς ούτε ένα ποίημα, 
όσοι γράφουν για τη χαρά που τους δίνει η ίδια η γραφή, 
όσοι γράφουν γιατί στον ύπνο τους έρχονται απρόσκλητοι Καρυωτάκηδες Σύλβιες Πλαθ και δε συμμαζεύεται, 
όσοι γράφουν γιατί δε μπορούν να σιωπούν μπρος σ' έναν κόσμο που πεθαίνει, 
όσοι γράφουν για κάποια Ιδέα, 
όσοι γράφουν για να μην ξεχνούν πως είναι άνθρωποι, 
όσοι γράφουν γιατί φιμώνονται κάθε μέρα, 
όσοι γράφουν γιατί πέρασε απ' το χεράκι τους για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου η αόρατη σκυτάλη της ποίησης κι έχουν χρέος να της αποδώσουν τιμή, 
όσοι γράφουν με πυρετό και με κάβλα, 
όσοι γράφουν γιατί αντιλαμβάνονται τη θνητότητα και μηδαμινότητά τους εντός του απέραντου κόσμου, 
όσοι γράφουν προσφέροντας με έξαψη το κορμί τους και το μυαλό τους γυμνά κι ευάλωτα σε ξένα χέρια, 
όσοι γράφουν όχι ως κεφαλή αλλά ας πούμε ως δάχτυλο ή ως τρίχα γεννητικών οργάνων, 
όσοι γράφουν ως μέρος του Όλου, αυτοί λοιπόν το ξέρουν.

οι υπόλοιποι ας το μάθουν τώρα:

υπάρχει
ο κόσμος των ποιητών
ο κόσμος των μουσικών
ο κόσμος των ζωγράφων
των χορευτών
των ηθοποιών
των σκηνοθετών
-ξεχνάω καμπόσους-
και υπάρχει
κι ο κόσμος


Ετούτη είναι. Αγκαλιάστε την

Τέλειωσε-
(Και σιγά μην έβαζα μόνο 5)