Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Ρέντσο Νοβατόρε, Ο Απαλλοτριωτής

Ένα απόσπασμα απ' την συλλογή κειμένων τού ιλλεγκαλιστή Ρέντσο Νοβατόρε (1890-1922), με τίτλο Renzo Novatore. Ο ιππότης του μηδενός - επιλεγμένα κείμενα 1917-1922, εκδ. Διάδοση, 2006.
Ο μεταφραστής των κειμένων δεν αναφέρεται.


Απ' το κείμενό του αυτό που δημοσιεύτηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1919 στο περιοδικό Iconoclasta, ερχόμαστε κατευθείαν σε επαφή με το ωραίο του πνεύμα, τη δύναμη της σκέψης του, την αγάπη του για τον Φρειδερίκο Νίτσε, την ποίηση, τους έρωτες και τους δαίμονες που ορίζουν τον ίδιο τον αγωνιστή και τον κρίσιμο λόγο του. Αντιγράφω μέσα απ' το βιβλίο:


Ο ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΤΗΣ
[Iconoclasta, Πιστόια, ν. 10, 26 Νοεμβρίου 1919]

Η ελευθερία μου και τα δικαιώματά μου είναι
τόσα όσα και η ισχύς μου.
Ακόμη και την ευτυχία και τη μεγαλοσύνη
θα τις έχω μόνο στο μέτρο της δύναμής μου!

  Ο Απαλλοτριωτής είναι η πιο ωραία αρσενική φιγούρα, απροκατάληπτη και αρρενωπή που συνάντησα ποτέ στον Αναρχισμό. Αυτός είναι που δεν έχει τίποτε να περιμένει. Αυτός είναι που δεν έχει κανένα βωμό για να θυσιαστεί. Αυτός δοξάζει μονάχα τη Ζωή με τη φιλοσοφία της Δράσης.
   Τον γνώρισα σε ένα μακρινό αυγουστιάτικο μεσημέρι ενώ ο ήλιος μετέτρεπε σε χρυσάφι την πρασινίζουσα φύση, που γιορτινή και αρωματισμένη τραγουδούσε εύθυμα τραγούδια παγανιστικής ομορφιάς. Μου είπε: "Ήμουν πάντα ένα πνεύμα ανήσυχο, περιπλανώμενο και εξεγερμένο. Μελέτησα τους ανθρώπους και την ψυχή τους τόσο σε βιβλία όσο και στην πραγματικότητα. Αυτό που βρήκα ήταν ένα αμάλγαμα κωμικού, αγοραίου και δειλίας. Από όλα αυτά μου έμεινε μια αίσθηση ναυτίας. Από τη μία κυριαρχούν τα απειλητικά ηθικά φαντάσματα δημιουργημένα από το ψέμα και την υποκρισία. Από την άλλη τα κτήνη προς θυσία που λατρεύουν με φανατισμό και δειλία. Αυτός είναι ο κόσμος των ανθρώπων. Αυτή είναι η ανθρωπότητα. Για αυτό τον κόσμο, για αυτούς τους ανθρώπους, για αυτή την ανθρωπότητα εγώ αισθάνομαι απέχθεια. Πληβείοι και αστοί είναι ισότιμοι. Αμφότεροι είναι άξιοι. Ο σοσιαλισμός δεν είναι αυτής της γνώμης. Αυτός ανακάλυψε το καλό και το κακό. Και για να καταστρέψει αυτούς τους δυο ανταγωνισμούς δημιούργησε δυο άλλα φαντάσματα: Ισότητα και Αδελφότητα μεταξύ των ανθρώπων...
    Αλλά οι άνθρωποι θα είναι ίσοι απέναντι στο κράτος και ελεύθεροι στο Σοσιαλισμό... Αυτός -ο σοσιαλισμός- απαρνήθηκε τη Δύναμη, τη Νεότητα, τον Πόλεμο! Αλλά όταν οι αστοί, οι άθλιοι του πνεύματος, δεν θέλουν να ξέρουν ότι είναι ίσοι με τους πληβείους, τους άθλιους της σάρκας, τότε ακόμη και ο σοσιαλισμός δέχεται, κλαψουρίζοντας, τον πόλεμο. Ναι, ακόμη και ο σοσιαλισμός δέχεται τους φόνους και τις απαλλοτριώσεις. Αλλά στο όνομα ενός ιδανικού ισότητας και ανθρώπινης αδελφότητας... Από εκείνη την άγια αδελφότητα που ξεκίνησαν οι Κάιν και Άβελ!...
    Μα με το σοσιαλισμό σκέφτεται κανείς κατά το ήμισυ, ελευθερώνεται κατά το ήμισυ, ζει τα μισά!... Ο σοσιαλισμός είναι αδιαλλαξία, είναι ανικανότητα να ζεις, είναι η πίστη στο φόβο. Εγώ πάω πιο πέρα! Ο σοσιαλισμός θεώρησε καλό την ισότητα και κακό την ανισότητα. Καλοί οι δούλοι, κακοί οι τύραννοι. Εγώ διέσχισα το κατώφλι του καλού και του κακού για να ζήσω έντονα τη ζωή μου. Εγώ ζω σήμερα και δεν μπορώ να περιμένω το αύριο. Η αναμονή είναι για τους λαούς και την ανθρωπότητα, γι' αυτό και δεν είναι δικιά μου δουλειά. Το μέλλον είναι η μάσκα του φόβου. Το θάρρος και η δύναμη δεν έχουν μέλλον για τον απλό λόγο ότι τα ίδια είναι το μέλλον, που εξεγείρεται ενάντια στο παρελθόν καταστρέφοντάς το.
    Η καθαρότητα της ζωής εξελίσσεται μόνο με την ευγένεια του θάρρους, που είναι η φιλοσοφία της δράσης".
    Παρατήρησα: "Η καθαρότητα αυτής της ζωής μου φαίνεται να πλησιάζει το έγκλημα!"
    Απάντησε: "Το έγκλημα είναι ανώτατη σύνθεση ελευθερίας και ζωής. Ο ηθικός κόσμος είναι ο κόσμος των φαντασμάτων. Εκεί υπάρχουν φαντάσματα και σκιές φαντασμάτων: εκεί υπάρχει το Ιδεατό, η οικουμενική Αγάπη, το Μέλλον. Ιδού η σκιά των φαντασμάτων: εκεί υπάρχει άγνοια, φόβος, δειλία. Βαθύ σκοτάδι. Σκοτάδι αιώνιο, ίσως. Και εγώ έζησα για μια μέρα, εκεί στη φρικτή και ρυπαρή φυλακή. Έπειτα οπλίστηκα με έναν ιερό πυρσό για να κάψω τα φαντάσματα και να βιάσω τη νύχτα. Όταν έφτασα μπρος στα σκουριασμένα κάγκελα του καλού και του κακού, τα γκρέμισα μανιασμένα και διέσχισα το κατώφλι. Η αστική τάξη μού πέταξε το ηθικό της ανάθεμα και ο ηλίθιος λαός την ηθική του κατάρα.
    Μα και οι μεν και οι δε, είναι ανθρωπότητα. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος. Η ανθρωπότητα είναι ο εχθρός μου. Αυτή θέλει να με σφίξει μέσα στα χιλιάδες της τρομερά πλοκάμια. Εγώ ψάχνω μόνο να αποσπάσω απ' αυτή ό,τι καλύπτει τις επιθυμίες μου. Είμαστε σε πόλεμο! Ό,τι έχω τη δύναμη να αποσπάσω, είναι δικό μου. Και ό,τι είναι δικό μου το θυσιάζω στο βωμό της ελευθερίας μου και της ζωής μου.
    Εκείνης της ζωής μου που αισθάνομαι να πάλλεται μέσα στις φοβερές φλόγες που μου καίνε την καρδιά, ανάμεσα σ' εκείνο τον άγριο σπαραγμό όλου μου του είναι, που φουσκώνει την καρδιά μου με θεϊκές καταιγίδες και κάνει να αντηχούν στο πνεύμα εκκωφαντικές πολεμικές φανφάρες και πολυφωνικές συμφωνίες μιας ανώτερης αγάπης, παράξενης και άγνωστης, που γεμίζει τις φλέβες με αίμα θεριεμένο και δυνατό, το οποίο σκορπίζεται στο σύνολο των μυών μου, των νεύρων και της σάρκας μου, δονήσεις διαβολικές μιας χαρούμενης επέκτασης, εκείνης της ζωής μου που διαβλέπω μέσω των τρελών οραμάτων των φανταστικών μου ονείρων, που χρειάζεται και λαχταρά αιώνια εξέλιξη. Το σύνθημά μου είναι να περπατώ απαλλοτριώνοντας και καίγοντας, αφήνοντας πίσω μου ουρλιαχτά ηθικών προσβολών και κομμάτια παλιών αντικειμένων να καπνίζουν. Όταν οι άνθρωποι δεν θα κατέχουν πια τα ηθικά πλούτη -μοναδικοί πραγματικοί θησαυροί όντως απαραβίαστοι- τότε θα πετάξω τα αντικλείδια μου. Όταν στον κόσμο δεν θα υπάρχουν πια φαντάσματα, θα πετάξω τον πυρσό μου. Αλλά αυτό το μέλλον είναι μακρινό, αλλά ίσως και να μην είναι! Και εγώ είμαι ένας γιος αυτού του μακρινού μέλλοντος, θεμελιωμένο σε αυτό τον κόσμο πάνω στο Τυχαίο, στην ισχύ τού οποίου εγώ υποκλίνομαι".
    Έτσι μου είπε ο Απαλλοτριωτής σ' εκείνο το μακρινό αυγουστιάτικο μεσημέρι, ενώ ο ήλιος μετέτρεπε σε χρυσάφι την πρασινίζουσα Φύση, που, γιορτινή και αρωματισμένη, τραγουδούσε χαρούμενα τραγούδια παγανιστικής ομορφιάς.

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Έντεκα τραγούδια που θα μπορούσαν να ολοκληρώνονται στην πρώτη τους φράση

Ένα απ' τα πιο συνήθη «στοιχήματα» ενός στιχουργού μέσα στο εξ ορισμού συμπυκνωμένο πλαίσιο που καλείται να γράψει, είναι αυτό που θα λέγαμε «να βρει την ατάκα». Τι είναι η ατάκα; Είναι εκείνος ο στίχος ο οποίος θα ορίσει μ’ έναν τρόπο όλο το τραγούδι. Θα γίνει το «σύνθημα» ή το «απόφθεγμα», όχι βεβαίως υπό την έννοια μιας επικαιρικής catchphrase ή μιας τετριμμένης γηπεδικής πολιτικολογίας, αλλά περσότερο ως ένα συμπυκνωμένο/αυτάρκες μήνυμα - γκράφιτι σ' έναν τοίχο, μια φράση που και μόνη της νάταν, θα εσώκλειε ό,τι έχει το τραγούδι να πει.


Όταν, δε, αυτό συμβαίνει, όχι μέσα στο ρεφραίν ή στην εκπνοή ενός τραγουδιού, αλλά στην έναρξή του, στην πρώτη-πρώτη γνωριμία μας με αυτό, μας καταλαμβάνει κατευθείαν ένα συναίσθημα τόσο ισχυρό, που, ακόμη και να φλυαρούσε στην υπόλοιπη διάρκειά του ή να επαναλαμβανόταν άτεχνα, ίσως και να μη το προσέχαμε καν.
Ας τα βαφτίσουμε αυτά τραγούδια της πρώτης φράσης, αυτής, που μας παίρνει αγκαλιά και μας κουβαλάει ασύνειδους μέχρι την τελευταία νότα.
Σε αυτή τη λίστα υπάρχουν 11 τέτοιες περιπτώσεις που έχω εντοπίσει με το προσωπικό μου κριτήριο: δεν είναι, άρα, θέσφατο, τίποτε απ’ αυτά, είναι όλα άποψη.

Εδώ, ο πηγαίος Μιχάλης Μπουρμπούλης δίνει ένα προμάντεμα όπως θάβγαινε απ’ το στόμα ενός ταλαιπωρημένου κόσμου που κοιτά στο παρελθόν, συνειδητοποιεί την καταστροφή των μεγαλοϊδεατισμών και την θέση του μέσα σ’ αυτή και περιμένει το τελεσίγραφο. Ο Μπουρμπούλης βάζει δικαστή την Φύση, ίσως όχι καθαυτή, μάλλον υπαινισσόμενος την Ιστορία ή, εν πάση περιπτώσει, κάτι άχρονο, κάτι που να μην είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Θα μας δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι, παναπεί η δίκη πλησιάζει κι αυτή τη φορά δεν θα είμαστε απ’ τη μεριά τού δικαστή.

Σ’ ετούτο το διαμάντι του, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει αποτινάξει το τυποποιημένο ρούχο τού ελαφρού τροβαδούρου, κι είναι αγνός και αδρός σαν κάποιον όμορφο ήρωα όταν κοιτάζει την αγαπημένη του. Το πετυχημένο εδώ δεν είναι τόσο η σύλληψη που έχει κάνει (ο έρωτας εξάλλου είναι το λαμπρότερο παράλογο)· μα περσότερο ο συμπαγής τρόπος που το κατέγραψε, που σε κάνει να νομίζεις ότι πρόκειται, πράγματι, για τον πιο ερωτευμένο άνθρωπο της γης. Του φοράει τον γνώριμό μας ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο και: Όλες του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό σου, χρειάζεται να πει κάτι άλλο;

Ο Ζαμπέτας έλεγε για τον Θεοδόση Άθα ότι με κάποιο τρόπο προέβλεπε τον θάνατό του μέσα απ’ τους στίχους του. Έχει πράγματι τεράστιο ενδιαφέρον το πόσο πιστά συμβάδιζε η –σύντομη- ζωή του με το -μικρό ποσοτικά- έργο του. Θα μπορούσε να είναι ο Χίτσκοκ σ’ ένα περιπαικτικό cameo του, όπου απλώς υπάρχει στο παρασκήνιο ξεφυλλίζοντας μια εφημερίδα ή κοιτώντας τους γύρω αργόσχολους, με φόντο κάποιο στενάκι τής Νέας Υόρκης. Εδώ, αρπάζει έναν απ’ αυτούς, και με μια στιβαρή κουβέντα μάς δίνει κατευθείαν όλο τον χαρακτήρα και την ιστορία του: Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός και τονε ξέραν όλοι, κι αμέσως νιώθουμε σαν να τον ξέρουμε χρόνια.

γνωστό και ως ο εθνικός ύμνος.

Στο «παιχνίδι τής ατάκας», ο Άκης Πάνου είναι μάλλον ο συνηθέστερος νικητής, αφού ο στίχος του είναι, σχεδόν πάντα, συμπυκνωμένος και, ούτως ειπείν, ατακαδόρικος. Τι να πρωτοπιάσεις: ΤρελόςΕφτά νομάΗ ζωή μου όλη, ΜίσοςΚλε κ.α. Στην παρούσα, όμως, περίπτωση, έχει ξεπεράσει νομίζω τον εαυτό του. Διανόημα μηδέν, μόνο συναίσθημα. Λογική μηδέν, μόνο θολούρα. Κι ο θολωμένος είναι ο θεός ο ίδιος. Στο θολωμένο μου μυαλό ο κόσμος είναι μια σταλιά, μ’ άλλα λόγια, μες στον ζαλισμένο ηλεκτρισμό μου βλέπω και φτιάχνω τον κόσμο όπως γουστάρω.

Απ’ την πρώτη στιγμή, εδώ, ο Ζούδιαρης σε εισάγει στο σύμπαν που πρόκειται να δημιουργήσει. Παίρνεις την ιδέα για κάθε τοπίο και κάθε δραστηριότητα. Ο χρόνος βέβαια είναι μέλλοντας, έτσι που να ηχούν όλα σαν μεθυσμένα όνειρα κάποιου ερωτευμένου, αλλά εδώ υπάρχουν δυο άξονες που στηρίζουν όλο τον στίχο: πρώτο, η μη γραμμική έκφραση με τις απρόοπτες εναλλαγές προσώπου (χαρακτηριστικά ενός μεθυσμένου ονειροπόλου), δεύτερο και σημαντικότερο, η λειτουργία τής Φύσης, και με τους γεωγραφικούς και με τους πνευματικούς τρόπους. Ο άνεμος θα καίει στη γη του Νείλου: άνεμος, φωτιά, γη, νερό· οι τέσσερις ουσίες τής Φύσης κατά τους προσωκρατικούς Ίωνες φιλοσόφους.

Κανείς δεν αμφισβητεί πως η Λίνα Νικολακοπούλου είναι μια άξια στιχουργός. Εγώ που ποτέ δεν πέταγα τη σκούφια μου για το έργο της, οφείλω να της αναγνωρίσω κάποιες πραγματικά αστραφτερές στιγμές σαν κι ετούτη εδώ. Εξαιρετικό σαν τραγούδι, μα και ο στίχος μοναχά, έχει ποιότητες. Κρατώ δυο πράγματα κυρίως: την αυτοϋπονόμευση και το παράλογό του. Σαν να λέμε, σημείωμα αυτοκαταστροφής. Το εγώ διατηρεί πάντα την τυπική νοσταλγία που χαρακτηρίζει τη στιχουργό, αλλά εμένα εδώ με ενθουσιάζει αυτή η διάθεση του να κάνω κάτι τρελό και να πάρω πάνω μου τις συνέπειες. Ένα παιχνίδισμα χωρίς σκέψη, μια ποιητική αποκοτιά. Κοντά στα κύματα θα χτίσω το παλάτι μου, να λιώνει μες στη θάλασσα το σπίτι μου κι εγώ, μέσα, μαζί του.

Άμα καθότανε κάποιος να μαζέψει τις ατάκες απ’ τα ρεμπέτικα, θάτρωγε τα νιάτα του και προκοπή δεν θάβλεπε. Θες γιατί δεν τους πήγαιναν τα πολλά-πολλά, θες γιατί η περίπλοκη βαβούρα μιας εποχής σε κάνει να γυρεύεις αντανακλαστικά το πιο απλό για να εκφραστείς, τα ρεμπέτικα είναι, μάλλον, φύσει αφοριστικά. Διάλεξα τον Ισοβίτη τού Μάρκου Βαμβακάρη γιατί σε 7 λέξεις έχει πλήρως περιγράψει μια μουσική εποχή, δώσει τον αντιήρωα του ρεμπέτικου, φτιάξει μια φράση που χρησιμεύει για φιλολογική μελέτη (η σύνταξη, η χασμωδία, η αφαίρεση) και, τέλος, κατονομάσει τρία κύρια χαρακτηριστικά του είδους: έγκλημα, ζόρικες συνθήκες, αδιέξοδος έρωτας. Στη φυλακή με κλείσανε ισόβια για σένα, κι άντε να συνέλθεις μετά απ’ αυτή την κουβέντα.

Τι να πεις για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον σημαντικότερο τραγουδοποιό τής τελευταίας 25ετίας, αφού όλα του τα γραφτά ζητούν, μάλλον, πολλαπλές αναγνώσεις. Σίγουρα πάντως ο τραγουδοποιός ελκύεται, μεταξύ άλλων, από τρία βασικά πράγματα: δαιμόνιους (αντι)ήρωες, δημοτική παράδοση, απόπειρες λύτρωσης. Στοχάζεται και παίζει με αυτά τα τρία, πότε εναλλάσσοντας πρόσωπα και πότε τ(ρ)όπους. Εδώ, κοιτάζει μετά από 90 χρόνια τη φωτογραφία ενός μεξικάνου αντάρτη και στήνει θεατρικά μια ιστορία λύτρωσης σε τρεις πράξεις. Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται, ένας στίχος που θα μπορούσε να έμενε, εκεί χωρίς να μας λέει τι σκέφτεται, και πάλι θα παίρναμε όλη την εικόνα. Απ’ τη μια το πάθος και δίπλα ο λογισμός- το τελευταίο υπαρξιακό του αντάρτικο λίγο πριν γίνει η βροχή που θάρθει.

Πόσο, μα πόσο, μα πόσο πολύ αγαπώ την Σώτια Τσώτου. Λαϊκή ποίηση, αγνός λόγος, μεστός, που δεν φλυαρεί σχεδόν ποτέ, δεν φιλολογίζει, δεν ξεπέφτει σε ευκολίες. Κι είναι πλούσια, φυσικά, σε αυτού του είδους τον αποφθεγματικό λόγο που αναζητώ εδώ. Στο Ξέρω Νεκρούς, όμως, η Τσώτου αναποδογυρίζει το σύμπαν: αντικρύζει τον άνθρωπο μέσα απ’ τη φθορά τής ρουτίνας και πυροβολεί χωρίς να βάζει χρονικά όρια. Όχι μόνο ο πρώτος, εδώ κάθε στίχος είναι γκράφιτι σε τοίχοΞέρω νεκρούς που έχουνε τα μάτια ανοιχτά, σα να σε πιάνει απ’ το γιακά και να σου λέει: αδερφέ, έχεις πεθάνει και παριστάνεις πως ζεις· κατάλαβέ το: είσαι νεκρός από καιρό.

Δύο τραγούδια πιστεύω πως μπορούν να δώσουν το τι σημαίνει Μανώλης Ρασούλης σε όλη του την έκταση και ένταση: το Τίποτα δεν πάει χαμένο και το Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις απόκριες. Διάλεξα το δεύτερο απλώς γιατί νομίζω πως το μήνυμά του δεν κακοποιήθηκε τόσο από τον πολιτικάντικο συρφετό τής Μεταπολίτευσης. Ήταν τόσο δυνατό και με τόσο σαφή στόχο που αν το ακουμπούσε κάποιος θα του έπεφτε το χέρι. Εδώ ο στίχος στηλιτεύει εκείνον που το πρωί αυτοχρίζεται επαναστάτης και μέχρι το βράδυ έχει μεταλλαχτεί σε κυρ Παντελής, ήτοι αυτό το επιστημονικό θαύμα που ονομάζεται νεοέλληνας και που ο Ρασούλης εγνώρισε και απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη. Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις απόκριες κι άρχισες να μιλάς για ελευθερία, ή αλλιώς, τι θα μας τραγουδούσε ο καθρέφτης αν είχε στόμα.

Κανονικά το κείμενο τέλειωνε στην παραπάνω, δέκατη περίπτωση, όμως δεν το ένιωθα καλά να μην αναφέρω τον κρίσιμο Σαββόπουλο, στον οποίο χρωστάνε, ανεξαιρέτως, όλοι οι μετανεοκυματικοί δημιουργοί. Διαλέγω, δε, αυτό τον στίχο και όχι κάποιον άλλο του, γιατί πιστεύω πως δίνει με τρόπο εκλεκτό τα συστατικά δημιουργίας τουλάχιστον τριών μουσικών γενεών που τον ακολούθησαν. Μια ποίηση αστικής καταγωγής που βάλθηκε με τον πιο ανατρεπτικό τρόπο να τραγουδήσει τις ιστορίες των ανθρώπων και να αυτοστοχαστεί κριτικά. Παίρνει μολύβι και χαρτί μέσα απ’ το λαγούμι που κρύφτηκε για να ξαποστάσει και προσπαθεί να ξεγεννήσει απ’ το σκοτάδι ένα ελάχιστο φως· απ’ την απόγνωση μιαν έσχατη ιαχή.

Αντί επιλόγου
Γιατί δεν έβαλα την αγία Λένα Πλάτωνος, τον μετασεισμικό Δημήτρη Αποστολάκη, τον Αγγελάκα, τον Άσιμο, τον «παππού» Τσιτσάνη; Περίπου για τον ίδιο λόγο: απ’ το κοφτερό έργο τού καθενός, προσπάθησα, αλλά δεν κατάφερα να τραβήξω κάτι και να πω εδώ είμαστε. Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Είτε γιατί δεν είναι πολύ έντονη η ατάκα στα τραγούδια τους, είτε γιατί είναι τόσο έντονη που δεν μπορούσα να διαλέξω.
Αλλά βέβαια, δεν υπάρχει κανόνας που να επιβάλει τον «αποφθεγματικό δρόμο» (αλίμονο!) και το κείμενο αυτό δεν είναι παρά ένα παιχνίδι, ή, τέλος πάντων, μια αφελής προτροπή να δίνουμε στον στίχο και τον δημιουργό του τη σημασία που τους πρέπει και, βλέποντας το τραγούδι όχι σαν προϊόν αλλά σαν σεντόνι ιστοριών, ν’ αφεθούμε ακομπλεξάριστα, όταν βρούμε τις λέξεις εκείνες που θα μιλήσουν στον καθένα μας πιο ξάστερα και πιο δυνατά.