Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Έντεκα τραγούδια που θα μπορούσαν να ολοκληρώνονται στην πρώτη τους φράση

Ένα απ' τα πιο συνήθη «στοιχήματα» ενός στιχουργού μέσα στο εξ ορισμού συμπυκνωμένο πλαίσιο που καλείται να γράψει, είναι αυτό που θα λέγαμε «να βρει την ατάκα». Τι είναι η ατάκα; Είναι εκείνος ο στίχος ο οποίος θα ορίσει μ’ έναν τρόπο όλο το τραγούδι. Θα γίνει το «σύνθημα» ή το «απόφθεγμα», όχι βεβαίως υπό την έννοια μιας επικαιρικής catchphrase ή μιας τετριμμένης γηπεδικής πολιτικολογίας, αλλά περσότερο ως ένα συμπυκνωμένο/αυτάρκες μήνυμα - γκράφιτι σ' έναν τοίχο, μια φράση που και μόνη της νάταν, θα εσώκλειε ό,τι έχει το τραγούδι να πει.


Όταν, δε, αυτό συμβαίνει, όχι μέσα στο ρεφραίν ή στην εκπνοή ενός τραγουδιού, αλλά στην έναρξή του, στην πρώτη-πρώτη γνωριμία μας με αυτό, μας καταλαμβάνει κατευθείαν ένα συναίσθημα τόσο ισχυρό, που, ακόμη και να φλυαρούσε στην υπόλοιπη διάρκειά του ή να επαναλαμβανόταν άτεχνα, ίσως και να μη το προσέχαμε καν.
Ας τα βαφτίσουμε αυτά τραγούδια της πρώτης φράσης, αυτής, που μας παίρνει αγκαλιά και μας κουβαλάει ασύνειδους μέχρι την τελευταία νότα.
Σε αυτή τη λίστα υπάρχουν 11 τέτοιες περιπτώσεις που έχω εντοπίσει με το προσωπικό μου κριτήριο: δεν είναι, άρα, θέσφατο, τίποτε απ’ αυτά, είναι όλα άποψη.

Εδώ, ο πηγαίος Μιχάλης Μπουρμπούλης δίνει ένα προμάντεμα όπως θάβγαινε απ’ το στόμα ενός ταλαιπωρημένου κόσμου που κοιτά στο παρελθόν, συνειδητοποιεί την καταστροφή των μεγαλοϊδεατισμών και την θέση του μέσα σ’ αυτή και περιμένει το τελεσίγραφο. Ο Μπουρμπούλης βάζει δικαστή την Φύση, ίσως όχι καθαυτή, μάλλον υπαινισσόμενος την Ιστορία ή, εν πάση περιπτώσει, κάτι άχρονο, κάτι που να μην είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Θα μας δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι, παναπεί η δίκη πλησιάζει κι αυτή τη φορά δεν θα είμαστε απ’ τη μεριά τού δικαστή.

Σ’ ετούτο το διαμάντι του, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει αποτινάξει το τυποποιημένο ρούχο τού ελαφρού τροβαδούρου, κι είναι αγνός και αδρός σαν κάποιον όμορφο ήρωα όταν κοιτάζει την αγαπημένη του. Το πετυχημένο εδώ δεν είναι τόσο η σύλληψη που έχει κάνει (ο έρωτας εξάλλου είναι το λαμπρότερο παράλογο)· μα περσότερο ο συμπαγής τρόπος που το κατέγραψε, που σε κάνει να νομίζεις ότι πρόκειται, πράγματι, για τον πιο ερωτευμένο άνθρωπο της γης. Του φοράει τον γνώριμό μας ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο και: Όλες του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό σου, χρειάζεται να πει κάτι άλλο;

Ο Ζαμπέτας έλεγε για τον Θεοδόση Άθα ότι με κάποιο τρόπο προέβλεπε τον θάνατό του μέσα απ’ τους στίχους του. Έχει πράγματι τεράστιο ενδιαφέρον το πόσο πιστά συμβάδιζε η –σύντομη- ζωή του με το -μικρό ποσοτικά- έργο του. Θα μπορούσε να είναι ο Χίτσκοκ σ’ ένα περιπαικτικό cameo του, όπου απλώς υπάρχει στο παρασκήνιο ξεφυλλίζοντας μια εφημερίδα ή κοιτώντας τους γύρω αργόσχολους, με φόντο κάποιο στενάκι τής Νέας Υόρκης. Εδώ, αρπάζει έναν απ’ αυτούς, και με μια στιβαρή κουβέντα μάς δίνει κατευθείαν όλο τον χαρακτήρα και την ιστορία του: Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός και τονε ξέραν όλοι, κι αμέσως νιώθουμε σαν να τον ξέρουμε χρόνια.

γνωστό και ως ο εθνικός ύμνος.

Στο «παιχνίδι τής ατάκας», ο Άκης Πάνου είναι μάλλον ο συνηθέστερος νικητής, αφού ο στίχος του είναι, σχεδόν πάντα, συμπυκνωμένος και, ούτως ειπείν, ατακαδόρικος. Τι να πρωτοπιάσεις: ΤρελόςΕφτά νομάΗ ζωή μου όλη, ΜίσοςΚλε κ.α. Στην παρούσα, όμως, περίπτωση, έχει ξεπεράσει νομίζω τον εαυτό του. Διανόημα μηδέν, μόνο συναίσθημα. Λογική μηδέν, μόνο θολούρα. Κι ο θολωμένος είναι ο θεός ο ίδιος. Στο θολωμένο μου μυαλό ο κόσμος είναι μια σταλιά, μ’ άλλα λόγια, μες στον ζαλισμένο ηλεκτρισμό μου βλέπω και φτιάχνω τον κόσμο όπως γουστάρω.

Απ’ την πρώτη στιγμή, εδώ, ο Ζούδιαρης σε εισάγει στο σύμπαν που πρόκειται να δημιουργήσει. Παίρνεις την ιδέα για κάθε τοπίο και κάθε δραστηριότητα. Ο χρόνος βέβαια είναι μέλλοντας, έτσι που να ηχούν όλα σαν μεθυσμένα όνειρα κάποιου ερωτευμένου, αλλά εδώ υπάρχουν δυο άξονες που στηρίζουν όλο τον στίχο: πρώτο, η μη γραμμική έκφραση με τις απρόοπτες εναλλαγές προσώπου (χαρακτηριστικά ενός μεθυσμένου ονειροπόλου), δεύτερο και σημαντικότερο, η λειτουργία τής Φύσης, και με τους γεωγραφικούς και με τους πνευματικούς τρόπους. Ο άνεμος θα καίει στη γη του Νείλου: άνεμος, φωτιά, γη, νερό· οι τέσσερις ουσίες τής Φύσης κατά τους προσωκρατικούς Ίωνες φιλοσόφους.

Κανείς δεν αμφισβητεί πως η Λίνα Νικολακοπούλου είναι μια άξια στιχουργός. Εγώ που ποτέ δεν πέταγα τη σκούφια μου για το έργο της, οφείλω να της αναγνωρίσω κάποιες πραγματικά αστραφτερές στιγμές σαν κι ετούτη εδώ. Εξαιρετικό σαν τραγούδι, μα και ο στίχος μοναχά, έχει ποιότητες. Κρατώ δυο πράγματα κυρίως: την αυτοϋπονόμευση και το παράλογό του. Σαν να λέμε, σημείωμα αυτοκαταστροφής. Το εγώ διατηρεί πάντα την τυπική νοσταλγία που χαρακτηρίζει τη στιχουργό, αλλά εμένα εδώ με ενθουσιάζει αυτή η διάθεση του να κάνω κάτι τρελό και να πάρω πάνω μου τις συνέπειες. Ένα παιχνίδισμα χωρίς σκέψη, μια ποιητική αποκοτιά. Κοντά στα κύματα θα χτίσω το παλάτι μου, να λιώνει μες στη θάλασσα το σπίτι μου κι εγώ, μέσα, μαζί του.

Άμα καθότανε κάποιος να μαζέψει τις ατάκες απ’ τα ρεμπέτικα, θάτρωγε τα νιάτα του και προκοπή δεν θάβλεπε. Θες γιατί δεν τους πήγαιναν τα πολλά-πολλά, θες γιατί η περίπλοκη βαβούρα μιας εποχής σε κάνει να γυρεύεις αντανακλαστικά το πιο απλό για να εκφραστείς, τα ρεμπέτικα είναι, μάλλον, φύσει αφοριστικά. Διάλεξα τον Ισοβίτη τού Μάρκου Βαμβακάρη γιατί σε 7 λέξεις έχει πλήρως περιγράψει μια μουσική εποχή, δώσει τον αντιήρωα του ρεμπέτικου, φτιάξει μια φράση που χρησιμεύει για φιλολογική μελέτη (η σύνταξη, η χασμωδία, η αφαίρεση) και, τέλος, κατονομάσει τρία κύρια χαρακτηριστικά του είδους: έγκλημα, ζόρικες συνθήκες, αδιέξοδος έρωτας. Στη φυλακή με κλείσανε ισόβια για σένα, κι άντε να συνέλθεις μετά απ’ αυτή την κουβέντα.

Τι να πεις για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον σημαντικότερο τραγουδοποιό τής τελευταίας 25ετίας, αφού όλα του τα γραφτά ζητούν, μάλλον, πολλαπλές αναγνώσεις. Σίγουρα πάντως ο τραγουδοποιός ελκύεται, μεταξύ άλλων, από τρία βασικά πράγματα: δαιμόνιους (αντι)ήρωες, δημοτική παράδοση, απόπειρες λύτρωσης. Στοχάζεται και παίζει με αυτά τα τρία, πότε εναλλάσσοντας πρόσωπα και πότε τ(ρ)όπους. Εδώ, κοιτάζει μετά από 90 χρόνια τη φωτογραφία ενός μεξικάνου αντάρτη και στήνει θεατρικά μια ιστορία λύτρωσης σε τρεις πράξεις. Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται, ένας στίχος που θα μπορούσε να έμενε, εκεί χωρίς να μας λέει τι σκέφτεται, και πάλι θα παίρναμε όλη την εικόνα. Απ’ τη μια το πάθος και δίπλα ο λογισμός- το τελευταίο υπαρξιακό του αντάρτικο λίγο πριν γίνει η βροχή που θάρθει.

Πόσο, μα πόσο, μα πόσο πολύ αγαπώ την Σώτια Τσώτου. Λαϊκή ποίηση, αγνός λόγος, μεστός, που δεν φλυαρεί σχεδόν ποτέ, δεν φιλολογίζει, δεν ξεπέφτει σε ευκολίες. Κι είναι πλούσια, φυσικά, σε αυτού του είδους τον αποφθεγματικό λόγο που αναζητώ εδώ. Στο Ξέρω Νεκρούς, όμως, η Τσώτου αναποδογυρίζει το σύμπαν: αντικρύζει τον άνθρωπο μέσα απ’ τη φθορά τής ρουτίνας και πυροβολεί χωρίς να βάζει χρονικά όρια. Όχι μόνο ο πρώτος, εδώ κάθε στίχος είναι γκράφιτι σε τοίχοΞέρω νεκρούς που έχουνε τα μάτια ανοιχτά, σα να σε πιάνει απ’ το γιακά και να σου λέει: αδερφέ, έχεις πεθάνει και παριστάνεις πως ζεις· κατάλαβέ το: είσαι νεκρός από καιρό.

Δύο τραγούδια πιστεύω πως μπορούν να δώσουν το τι σημαίνει Μανώλης Ρασούλης σε όλη του την έκταση και ένταση: το Τίποτα δεν πάει χαμένο και το Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις απόκριες. Διάλεξα το δεύτερο απλώς γιατί νομίζω πως το μήνυμά του δεν κακοποιήθηκε τόσο από τον πολιτικάντικο συρφετό τής Μεταπολίτευσης. Ήταν τόσο δυνατό και με τόσο σαφή στόχο που αν το ακουμπούσε κάποιος θα του έπεφτε το χέρι. Εδώ ο στίχος στηλιτεύει εκείνον που το πρωί αυτοχρίζεται επαναστάτης και μέχρι το βράδυ έχει μεταλλαχτεί σε κυρ Παντελής, ήτοι αυτό το επιστημονικό θαύμα που ονομάζεται νεοέλληνας και που ο Ρασούλης εγνώρισε και απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη. Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις απόκριες κι άρχισες να μιλάς για ελευθερία, ή αλλιώς, τι θα μας τραγουδούσε ο καθρέφτης αν είχε στόμα.

Κανονικά το κείμενο τέλειωνε στην παραπάνω, δέκατη περίπτωση, όμως δεν το ένιωθα καλά να μην αναφέρω τον κρίσιμο Σαββόπουλο, στον οποίο χρωστάνε, ανεξαιρέτως, όλοι οι μετανεοκυματικοί δημιουργοί. Διαλέγω, δε, αυτό τον στίχο και όχι κάποιον άλλο του, γιατί πιστεύω πως δίνει με τρόπο εκλεκτό τα συστατικά δημιουργίας τουλάχιστον τριών μουσικών γενεών που τον ακολούθησαν. Μια ποίηση αστικής καταγωγής που βάλθηκε με τον πιο ανατρεπτικό τρόπο να τραγουδήσει τις ιστορίες των ανθρώπων και να αυτοστοχαστεί κριτικά. Παίρνει μολύβι και χαρτί μέσα απ’ το λαγούμι που κρύφτηκε για να ξαποστάσει και προσπαθεί να ξεγεννήσει απ’ το σκοτάδι ένα ελάχιστο φως· απ’ την απόγνωση μιαν έσχατη ιαχή.

Αντί επιλόγου
Γιατί δεν έβαλα την αγία Λένα Πλάτωνος, τον μετασεισμικό Δημήτρη Αποστολάκη, τον Αγγελάκα, τον Άσιμο, τον «παππού» Τσιτσάνη; Περίπου για τον ίδιο λόγο: απ’ το κοφτερό έργο τού καθενός, προσπάθησα, αλλά δεν κατάφερα να τραβήξω κάτι και να πω εδώ είμαστε. Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Είτε γιατί δεν είναι πολύ έντονη η ατάκα στα τραγούδια τους, είτε γιατί είναι τόσο έντονη που δεν μπορούσα να διαλέξω.
Αλλά βέβαια, δεν υπάρχει κανόνας που να επιβάλει τον «αποφθεγματικό δρόμο» (αλίμονο!) και το κείμενο αυτό δεν είναι παρά ένα παιχνίδι, ή, τέλος πάντων, μια αφελής προτροπή να δίνουμε στον στίχο και τον δημιουργό του τη σημασία που τους πρέπει και, βλέποντας το τραγούδι όχι σαν προϊόν αλλά σαν σεντόνι ιστοριών, ν’ αφεθούμε ακομπλεξάριστα, όταν βρούμε τις λέξεις εκείνες που θα μιλήσουν στον καθένα μας πιο ξάστερα και πιο δυνατά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Feel free to hate.