Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Όταν ο John Fogerty δικάστηκε γιατί «έκλεψε τον εαυτό του» - Μια τραγελαφική ιστορία τού ροκ

Ladies and gentlemen, John Fogerty is one troubled motherfucker.


Όσο αδιαμφισβήτητο ταλέντο διαθέτει να βγάζει σπίθες απ' την κιθάρα του και να γράφει κομματάρες, άλλο τόσο αμφιλεγόμενος είναι, έχοντας, μάλιστα, γεννήσει μία απ' τις πιο γκροτέσκ ιστορίες στην «ροκ βιομηχανία» (τι άθλιος συνδυασμός λέξεων).

Ο Τζων Φόγκερτυ λοιπόν είναι ο ιδρυτής των Creedence Clearwater Revival, μιας μπάντας που αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια του ροκενρόλ τρίο The Blue Velvets που διατηρούσε με τον Νταγκ Κλίφορντ και τον Στου Κουκ (αργότερα έγιναν Golliwogs, με την προσθήκη τού Τομ Φόγκερτυ, αδερφού τού Τζων).


Με τους CCR είχε υπογράψει -και «χτίσει» ουσιαστικά, αφού απ' αυτούς αναδείχτηκε- ένα πολύ κακό συμβόλαιο στην Fantasy Records τού Σωλ Ζαίντζ, ενός τότε κινηματογραφικού και μουσικού παραγωγάκου, κι όταν, μετά από πέντε μόνο χρόνια, αποφάσισαν να διαλύσουν τη μπάντα, σηκώνεται ο Ζαίντζ και ακολουθεί η κατωτέρω στιχομυθία με τον Φόγκερτυ:

- Ψιτ, μάγκα, για πού τόβαλες; Έχουμε ένα συμβόλαιο εδώ.
- Τι συμβόλαιο ρε; Εδώ είμαι 5 χρόνια σε μια μπάντα που, όχι μόνο γράφω όλα τα κομμάτια μόνος μου, έχουν και απαιτήσεις όλοι τους πάνω στα εμπορικά & καλλιτεχνικά στοιχεία κάθε δίσκου. Μου έχουνε κάνει τα νεύρα σπληνάντερο κι εσύ μου λες ιστορίες για συμβόλαια;
- Τι με ενδιαφέρει εμένα αγόρι μου; Βλέπεις τι γράφει εδώ; (του δείχνει το συμβόλαιο) Ότι μου χρωστάς 8 δίσκους!
- Καλά, θα σας δείξω εγώ! Θα δείτε τι θα πάθετε!

Κάπως έτσι φεύγει ο Τζων να πάει να κάνει ένα τσιγάρο να ηρεμήσει. Τα βάζει, λοιπόν, κάτω και τι συνειδητοποιεί; Ότι ο Ζαίντζ έχει δίκιο: μπορεί να του τραβήξει μια μηνυσάρα και να βγει και κερατάς και δαρμένος. 

Οπότε λέει, what the hell, ας σώσω ό,τι μπορώ, και αποφασίζει να πουλήσει τα δικαιώματα όλων των τραγουδιών που έχει γράψει με τους CCR, στην Fantasy τού Ζαίντζ, προς 1 εκατομμύριο δολλάρια -ήτοι 1 ψίχουλο μπροστά στα δυνητικά κέρδη τραγουδιών ενός Ονόματος, που είχε έτσι κι αλλιώς ζημιωθεί απερίγραπτα από ένα κακό συμβόλαιο αλλά και από ματαιόδοξες/απατεωνίστικες δικές του επιλογές (βλ.: είχε παλαιότερα συμφωνήσει με τον Ζαίντζ, κρυφά απ' τους υπόλοιπους, να μεταφέρουν τα κεφάλαια τής μπάντας σε μια τράπεζα στις Μπαχάμες, σε ένα tax scheme με το οποίο τα έχασαν σχεδόν όλα).

Αλλ' ας γυρίσουμε στην απόφαση για ανταλλαγή των δικαιωμάτων με την ελευτερία, που, όπως μας λέει σωστά ο Καζαντζάκης στους Αδερφοφάδες, είναι πραμάτεια ακριβή.


«Τι μαλακία πήγα κι έκανα, που να μου κοβότανε απ' τη ρίζα το ρημαδόχερο» θα πει 29 χρόνια αργότερα στον Μπομπ Μπέικερ των Los Angeles Times, «που επήγε ο καραγκιόζης, που κακόχρονο νάχει παναγία μου εκεί που βρίσκεται, και έβαλε τη μουσική ΜΟΥ σε ό,τι σιχαμένο μπορείς να φανταστείς, από ταινίες γ' διαλογής μέχρι διαφημίσεις για σορτσάκια. Που βιάγκρα να παίρνει και ηρεμιστικά να του βγαίνουνε, του συφοριασμένου!»


Λίγα χρόνια μετά την καταραμένη εκείνη μέρα που αποφάσισε να ξεπουλήσει για να σωθεί, τα πράγματα πήραν απότομα την κάτω βόλτα, όπως θα λέγαμε απευθυνόμενοι σε κάποιαν αόριστη Παναγιώτα (που, παρεμπιπτόντως, είναι το χειρότερό μου γυναικείο όνομα).


Τι έλεγα; Α ναι. Ακολουθεί σόλο καριέρα, βγάζει δύο καλούς δίσκους (είπαμε ο άνθρωπος μουσικά είναι ιδιοφυΐα, δεν συζητιέται αυτό) και το σωτήριον έτος 1985, βγάζει τον τρίτο κατά σειρά δίσκο του, που γέννησε ένα απ' τα μεγαλύτερα ανέκδοτα στην ιστορία τού ροκ.

Και το όνομα αυτού, Centerfield. Ένας πολύ καλός δίσκος, ένα βήμα μπροστά απ' τους προηγούμενους δύο σόλο.

Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα.


Ένα μουντό απομεσήμερο, που η υγρασία φώλιαζε στα πυράκανθα σα σπουργιτάκι στο φτερό της μάνας σου του, ο Σωλ Ζαίντζ βάζει στο πικά τον «νέο σόλο δίσκο τού Τζων Φόγκερτυ» για να απαξιώσει τα τραγούδια και να γελάσει μνησίκακα, χαϊδεύοντας έναν άσπρο περσικό γάτο ως άλλος Dr. Evil, και τι ανακαλύπτει με το μουσικό πλην φιλάργυρο αυτί του;

Ότι το εναρκτήριο μπλουζοροκάκι «The Old Man Down The Road» είναι μια αντιγραφή, ένας μουσικός πλαγιαρισμός που θα λέγαμε κι οι νεολόγοι της κακιάς ώρας, του παλαιότερου, CCRικής εποχής «Run Through the Jungle» οπούχε γράψει 14 χρόνια πριν για τη δισκάρα «Cosmo's Factory».

Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα.


«Πώς τόλμησε ο γελοίος!» αναφώνησε ο Ζαίντζ, και το φάντασμα του Εμπενίζερ Σκρουτζ εμφανίστηκε μπροστά του να τον συνεφέρει.

- Μην ανησυχείς κυρ-Σωλ μου. Εγώ σε καταλαβαίνω. Μαζί θα το ξεπεράσουμε κι αυτό, μη μου σκας! Να, φάε ένα φοντανάκι να γλυκαθούν τα μέσα σου, από κάτι παιδάκια το τσούρνεψα.

Και νάμαστε λοιπόν στο τραγελαφικόν έτος 1994, που ο Φόγκερτυ δικάζεται για κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων απ' τον ...εαυτό του!

(Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι διέπραξε ...Forger(t)y... Ναι, κι εγώ θα έπρεπε να δικαστώ γι' αυτό το λογοπαίγνιο)

«Κύριε δικαστά μου, δεν είναι αυτό που νομίζετε. Εδώ έχω μπλέξει με φραγκοφονιάδες, με εβραίους!» θα πει ως άλλος Καζαντζίδης, λίγο πριν βγάλει έξω το όργανό του -την κιθάρα του, ντε- να παίξει τα δύο κομμάτια προκειμένου ν' αποδείξει ότι δεν είναι ίδιες οι μουσικές γραμμές, κι αν τάχα φαίνεται γνώριμος ο ήχος, είναι χάρη στο προσωπικό ύφος που χρόνια ολάκερα σαν τίμιος εργάτης στο γιαπί, εσμίλευσε.

- Έγινε παρεξήγησις κυραποτέτοιε μου, καταλαβαίνετε;
- Καταλαβαίνω, αγαπητέ. Ίννοσεντ οφ ολ τσάρτζιζ ο κύριος Φόγκερτυ.
- Να σε χαίρεται η μάνα σου παλικάρι μου. Τι μούμελλε να πάθω ο καψερός που μου ζητάνε λεφτά οι Νικολόπουλοι, που σε φάρμακα να τα φάνε άγιε μου Διονύση! Αλλά ξέρετε κύριε δικαστά μου, κανένας δεν μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου...

Και κάπως έτσι τέλειωσε το αστείο, αλλά βέβαια το κακό είχε γίνει, διότι δυσφήμησις μήτηρ πάσης δημοσιότητος, κι ο Φόγκερτυ, σε μια κίνηση να φυλάξει τα ρούχα του για νάχει τα μισά, αποφασίζει να μετονομάσει το τραγούδι του «Zanz Kant Danz» σε «Vanz Kant Danz», μην και παρεξηγηθεί ο παραγωγάκος και τονε βάλει ξανάμανα σε περιπέτειες. 


Γιατί, φίλες και φίλοι, για να το πούμε και επιστημονικά, ο Τζων Φόγκερτυ είπε τον δεσπότη Παναγιώτη. Το φύσηξε και δεν κρύωσε. Τα είδε κολυώμενα. Φτάνει με τις εκφράσεις.


Κι έτσι, η δίκη αυτή μένει στην ιστορία ως ένα απ' τα ανέκδοτα που λένε οι πρωτοετείς του UCLA μεταξύ τους και γελάνε, λίγο πριν σκάσει από μια γωνία ο εαακίτης («14ο έτος, 8 μαθήματα έχω ακόμα») να τους θυμίσει ότι μόνο η μουσική μετράει στη φάση και τα υπόλοιπα είναι για φλώρους, αστούς τε και νερόβρ(αστους).


Ο Τζων Φόγκερτυ, ιδρυτής μιας μπάντας που έβγαλε έξι σπουδαίους κι έναν κακό δίσκους μέσα σε πέντε χρόνια, όπως θα πει το 1997 σε μια συνέντευξή του, την βίωνε σαν να «κάθεται πάνω σε μια ωρολογιακή βόμβα». Έτσι, όταν πια έσκασε, δεν δίστασε να αποσχιστεί, για να βαδίσει μοναχικά στης λύτρωσης τη στράτα.

Πρόκειται για έναν πηγαίο, ταλαντούχο, πρωτοποριακό Μουσικό, που όρισε τη δική του και τη μετά απ' αυτόν εποχή, αλλά και για έναν παρορμητικό Άνθρωπο που, κρίνοντας κακά καταστάσεις και προοπτικές, κατέληξε πολλές φορές να πάρει ηλίθιες αποφάσεις.

Μια απ' αυτές, να μιλήσει για έναν «συγκλονιστικό Ντόναλντ Τραμπ» τον Νοέμβρη τού 2015, κάτι που δείχνει πως η κακή κρίση δεν μεταφράζεται μόνο στα περί οικονομικής ικανότητας.

Το παρακάτω τραγούδι ανήκει στον τρίτο δίσκο των CCR, Green River, και έχει τους τρομακτικά καίριους στίχους: «I see the bad moon rising / I see bad times today».




Στις 4 Ιανουαρίου του 2014, ο Σωλ Ζαίντζ πεθαίνει σε ηλικία 92 χρονών. Την ίδια μέρα, σε μια αμφιλεγόμενη κίνηση, ο Φόγκερτυ θα αναρτήσει στη σελίδα του στο φέισμπουκ το Vanz Kant Danz...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Feel free to hate.